United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' όψιν όσα ήκουεν. Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε με λαρυγγώδη φωνήν. «Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του αληθινού ΘεούΕπηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.

Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων ωλιγόστευεν επάνω, καθ' όσον υψούτο η σελήνη, και η αηδών ηκούετο μινυρίζουσα βαθειά εις τον μυχόν του δάσους, και ο γκιώνης μη δυνάμενος να διαγωνισθή προς την λιγυράν αδελφήν του, έπαυσε προς καιρόν το θρηνώδες άσμα του.

Ούτω λοιπόν έμειναν εις βαθυτάτην σιωπήν, και δεν ηκούετο ειμή μόνον η σάλπιγξ, και αύτη από καιρόν εις καιρόν.

Το φκυάρι, Κρατήρα, γρήγορα το φκυάρι! Και λαβών ο γέρων μικρόν κ' ελαφρόν πτύον σιδηρούν ήρχισε πάραυτα να σκορπίζη την απαλήν και παρθενικήν χιόνα, εδώ κ' εκεί σωρεύων αυτήν, και προσπαθών να διανοίξη πρόχειρον δίοδον προς την θύραν της αυλής, και προς το μέρος όπου ηκούετο ο γρυλλισμός του χοιριδίου. — Το καϋμένο το γουρνόπουλο, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταύρος καταγινόμενος εις αυτήν την εργασίαν.

Ουδεμία πνοή ανέμου ηκούετο και η ημέρα προηγγέλλετο θερμή ως ημέρα θέρους.

Η δε ελληνική μονομαχία δεν ήτο κοινή τις παιδιά, αλλ' αι φρικιάσεις του δέους, το ριγηλόν αίσθημα της πτέρυγος του θανάτου, της οποίας ηκούετο μόνον το αβλαβές πλατάγημα, απετέλουν εντονωτάτην ηδονικήν συγκίνησιν, ανάλογον με εκείνην ην προ καιρού επενόησαν Άγγλοι τινές εκκεντρικοί.

Αλλ' εν τη δασώδει ταύτη φαράγγι εσχηματίζετο ρεύμα αέρος συριστικώτατον, όπερ κατ' αρχάς μεν ως αόριστός τις ήχος ηκούετο, είτα όμως συνδυαζόμενον προς τους από των αιγών κυλιομένους βράχους και τα νυκτερινά της γραίας παραπατήματα επί του χαλασμένου λιθοστρώτου, ηκούετο ως βοή παμποικίλων φωνών εξ ασμάτων, βιολιών, τυμπάνων και γελώτων πολυπληθούς ομίλου μετά μυστηριώδους πατάγου κατερχομένου την φάραγγα.

Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή.

Εν τη ερημία εκείνη δεν ηκούετο παρά μόνον ο μακρυνός θόρυβος της πυρκαϊάς. — Λίγεια! Αίφνης ήλθεν εις τα ώτα του η πένθιμος εκείνη φωνή, την οποίαν είχεν ακούσει άλλοτε εις τον κήπον τούτον. Εις την γειτονικήν συνοικίαν το πυρ είχε μεταδοθή εις το θηριοτροφείον το εγγύς του ναού του Ασκληπιού και τα θηρία ήρχισαν να βρυχώνται. Ο Βινίκιος εφρικίασεν από κεφαλής μέχρι ποδών.

Ηκούετο ο ρογχασμός του ως κρότος υπόκωφος συρομένης αλύσεως πλοίου μακράν εις τον λιμένα, συνεχής και μονότονος. Νέα ακόμη η κυρά-Μανωλάκαινα, μόλις τριάκοντα πέντε ετών, πρώτην φοράν από του γάμου τηςγενομένου προ πέντε ετώνευρίσκετο εις την ευτυχή περίστασιν να φορέση τα νυμφικά της και σταθή εις την πρώτην γραμμήν της γυναικωνίτιδος.