United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί επάνω ευρέθη μόνη η αδελφή του η Αμέρσα, παιδίσκη δεκαεπτά ετών τότε, ήτις ετρόμαξεν άμα τον είδε ν' αναρριχάται εις την κλαβανήν με τοιούτον αλλόκοτον τρόπον. Είχεν ακούσει κάτω τα βήματα και τας βλασφημίας των δύο χωροφυλάκων.

Αλλά βεβαίως, ω Σώκρατες, είπεν ο Σιμμίας, ημείς τουλάχιστον ηθέλομεν ακούσει μ' ευχαρίστησιν. Εκεί δε λέγουν ότι η γη είναι από τοιαύτα χρώματα και από πολύ ακόμη λαμπρότερα και καθαρώτερα παρά αυτά.

Θεαίτητος. Πώς όχι; Ξένος. Λοιπόν ας εξετάσωμεν, άραγε εις ποίον ζήτημα λέγουν οι τοιούτοι ότι κάμνουν τους άλλους αντιλογικούς. Ας γίνη δε η εξέτασίς μας από την αρχήν κατά τον εξής τρόπον. Λόγου χάριν διά τα θεία πράγματα, τα οποία είναι δυσνόητα εις τον λαόν, άραγε τους κάμνουν ικανούς να το εκτελούν αυτό; Θεαίτητος. Τουλάχιστον έχω ακούσει πολλούς να λέγουν αυτά δι' αυτούς. Ξένος.

Αλλά παρακάλεσε τόσο θερμά, που η Ζωηδία στο τέλος συμφώνησε «Φέρε τους λοιπόν», είπε, «αλλά κάνε τους να καταλάβουν ότι δεν θα πρέπει να σχολιάζουν ότι δεν τους αφορά και κάνε τους να διαβάσουν την επιγραφή πάνω από την πόρταΓιατί πάνω από την πόρτα ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα. «Όποιος ανακατεύεται σε δουλειές που δεν τον αφορούν, θα ακούσει αλήθειες που δεν θα του αρέσουν

Ίσως είχεν ακούσει τους χαριτοβρύτους εκείνους λόγους οίτινες δυνατόν να ελέχθησαν αυθημερόν. «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Και έλαβε θάρρος επειδή δεν επετιμήθη· και ούτω κατανοήσασα ότι, ό,τι και αν έπραττον οι άλλοι, ο Κύριος δεν την εμίσει ούτε την απεστρέφετο, επλησίασεν εγγύτερον προς Αυτόν, και, κλίνασα τα γόνατα, ήρχισε με τους μακρούς λυτούς βοστρύχους της κόμης της ν' απομάσση τους πόδας τους οποίους είχον υγράνη τα δάκρυά της, και είτα να καλύπτη αυτούς με ασπασμούς, και τέλος, θραύουσα το αλάβαστρον, να καταχέη το πολύτιμον νάρδον επί των ποδών Αυτού.

Την πρώτη φορά είχα ειπεί ένδεκα· ύστερα, στη στιγμή, το μετάνοιωσα κ' είπα με τον εαυτό μου: «ας κρατήσω κ' ένα σβάντζικο, δεν ξέρω τι γίνεται». Μα ο αμαξάς είχεν ακούσει τα ένδεκα. Επάσκισα εγώ να το κρύψω, το ένα μέσ' την παλάμη μου, μα εκείνος το είδε. — Είπες ένδεκα, είπεν ο αμαξάς. Φέρ' τα εδώ και θα σε πάρω. — Δέκα, είπα εγώ. — Φέρ' το και τ' άλλο, επέμεινεν ο αμαξάς.

Τώρα όμως, στο σπίτι με τις θείες, είμαι όπως εκεί…. και δεν ξέρω…Μια φωνή που είχε κάτι το κοροϊδευτικό διέσχισε τη σιωπή της πλαγιάς, πάνω από τους δυο άντρες, και ο Τζατσίντο πετάχτηκε επάνω έκπληκτος νομίζοντας ότι κάποιος είχε ακούσει την ιστορία του και τον περιγελούσε.

Αλλ' οι κυνηγοί εκείνοι ηθέλησαν να ακούσουν εκ δευτέρου την ιστορίαν μου, και τους την εδιηγήθην καταλεπτώς· Τότε όλοι ομοφώνως μου είπον ότι ποτέ τους δεν είχον ακούσει τέτοια παράδοξα συμβεβηκότα και κινδύνους, θαυμάζοντες διά την υπομονήν και την ανδρείαν μου.

Εισήλθε και η Ασημήνα, ήτις ίστατο προ μικρού εις τον προθάλαμον και είχεν ακούσει τον Στάθην. — Τώρα πλεια έχουμε χαρές . . . Θα κάμωμε γάμο, που θα δώση νάμι . . . Δημάρχους, λιμενάρχους, ντελεγραφιστάδες, νεροδίκη, τελώνη, αστρονόμο, όλους τους εκάλεσεν ο γαμβρός μας . . . Θα στήσουνε αύριο ένα χορό, που θα δώση κρότο, τι λες καλέ! . . . Θα κάμη χαρά, λέει, που να βαστάξη τρεις βδομάδες.

Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους.