United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς την τέχνη, έτσι και την Ελληνική τη γλώσσα μήτε το φαντάστηκε η Ρώμη να την πνίξη, καθώς έκαμε στην Ισπανία, στη Γαλατία. Ζήτησε μάλιστα και να τη βαστάξη. Οι μεγαλήτεροι τους καμάρι το είχανε να τη μιλούνε και να τη γράφουνε. Γεμάτα Έλληνες ρητόρους και δασκάλους τα μέγαρά τους. Ως κ' οι γυναίκες τους, όταν άδειαζαν από τα δικά τους, ακούγανε μαθήματα της Ελληνικής.

Θάχη άλλους λόγους, τόσο σπουδαίους μάλιστα που μπορεί περίφημα να βαστάξη ακόμα χρόνια, να κάμη και κάμποσους οπαδούς, γιατί θαρρώ πως βασίζεται η μισή γλώσσα σε βάση ακλόνιστη, τουλάχιστο σε βάση που ο σημερνός Ρωμιός τη σέβεται και δεν τολμάει να τη χαλάση, θέλω να πω την τεμπελιά. Κι αν προτιμάτε αδουλεψιά να την πήτε, δε με πειράζει, γιατί το ίδιο πέφτει.

Κανένας δεν τον λυπήθηκε, κανένας δεν τον έκλαψε και σαν τον θάψανε σαν σκυλί την άλλη μέρα, άνδρες και γυναίκες γελούσαν με τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο. Μα τόμορφο κορίτσι δεν μπορούσε να βαστάξη την καταφρόνια, που της έκανε η αγάπη ενός σκιάχτρου. Δεν μπορούσε να χωρέση ο νους της πως μέσα σε τόσα κορίτσια, όμορφα και άσχημα, διάλεξε αυτήνε να την αγαπήση.

Η Εξουσία δε βλέπει παραπέρα απ' τη μύτη της...Αν έβλεπε, θα καταλάβαινε πως ο Καπετάν-Πρέκας πνίγηκε από αγάπη. Μάλιστα! Λοιπόν σου λέω εγώ και να μ' ακούσης, πως ο Καπετάν- Πρέκας δεν μπορούσε να βαστάξη τον καϋμό της γρηάς του. Από αγάπη πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας! Ο Ρήγας του Μαθιού έμπηξε τα γέλια. — Σου το μήνυσε; είπε.

Και σα να τόξερε πως αυτό το δώρο δεν το είχε από τη μοίρα του, τρεμούλιαζε η καρδιά του και κρυφοπονούσε σαν κοριτσιού. Τον έπιασε βαθεια κι αξετίναχτη στενοχώρια. Δεν μπορούσε πια να βαστάξη. Αχ και νάβρισκε μιαν αφορμή και να τον ξαπολύση, να χωριστούνε.

— ... Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε. Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο ΓεροΤρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του...»

Πόσο καιρό νομίζετε να βαστάξη τέτοια χρυσή εποχή; Η αρχαία, με τους αθρώπους που είχε να τη γράφουν, άλλαξε. Θέλετε η δική μας η αρχαία να μην αλλάξη και κείνη; Είστε βέβαιοι που όλος αφτός ο κόπος δε θα καταστραφή καμιά μέρα; Την αλλαγή την έφερε γενικός γλωσσολογικός νόμος κ' ιστορικά περιστατικά. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το δρόμο που μπορεί να πάρη η ιστορία.

Τι παράξενες, γεμάτες ελπίδα, ανησυχία, απελπισία, και φόβους είταν οι μέρες που ακολουθήσανε! Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστια θα βαστάξη πολύ, ετοιμαστήκαμε λοιπόν να περιμείνουμε με υπομονή και προσπαθούσαμε να δείξουμε πως είχαμε κι αυτήν την αρετή.

Έλα όμως που δεν τόθελε και να πεθάνη στα ξένα! Να ζήση στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζης στα ξένα. Μα να πεθάνης στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες σου να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσκομυρισμένο τους χώμααυτό δεν μπορούσε να το βαστάξη ο γέρος.

Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.