United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αντίς να τη συνηθίσουν την κακόσυρτη την αρχόντισσα στον καημό της, να πηγαίνουνε να τη σπαράζουνε μέσα σ' ένα μερόνυχτο. Καλά δα που βρέθηκα και γω να της δώσω λίγη βοήθεια. Τι θάκανε δίχως εμένα και γω δεν ξέρω. Μάτι δε σφαλήξαμε όλη νύχτα. Κι απόψε πάλε τα ίδια. Όσο για το ταχύ, ο Θεός πια να μας λυπάται. Αν το βαστάξη η αρχόντισσα κι αύριο, από χάρο πια φόβο δεν έχει.

Και ο μακαρίτης ο πατέρας μου, είμαι βέβαιος, πως αυτή τη στιγμή τον συχωράει κι' αυτός και τον λυπάται.. Σα βγήκαμε από το λιμάνι, το Άγιον Όρος εφάνταξε μπροστά μου, βουρκωμένο, μέσα στην πρωινή καταχνιά. Ήτανε σύννεφο τάχα, για ήτανε ο δικός σου ο καϋμός, άμοιρε Νικολάκη; Πώς πνίγηκε ο Καπετάν-Πρέκας; Καλά-καλά δεν τώμαθε ποτέ κανένας.

Σαν άνοιγε τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και παραπονεμένη. Και το κοκκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κ' έπιανε το ξερό ραβδί και το πασπάτευε μέσα στο σκοτάδι, σα να χάιδευε ανθρώπινο χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι που ήτανε ξύλο, φαινότανε να τη συμπονάη και να τη λυπάται, περισσότερο απ' τους αγίους και τους ανθρώπους.

Με τη συνηθισμένη του ευκολία ο Άρειος τονέ βεβαιώνει το Βασιλέα, κι ορκίζεται μάλιστα πως «απέπτυσσε πάσαν κατά του Κυρίου ημών βλασφημίαν ». — « Πήγαινε τώρα να μεταλάβης» του αποκρίνεται ο Κωσταντίνος· «ανίσως κ' έκαμες ψεύτικο όρκο, ο Θεός θα σε τιμωρήση». Είταν ο γέρος ο Αλέξαντρος να τονέ λυπάται άνθρωπος, που μήτε να μιλήση, δεν τον άφινε πια ο Βασιλέας.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ ... Είναι ημέρα πένθους, που η καλή βασίλισσα στον Άδη κατεβαίνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Σώπασε! Με τα λόγια σου μου σφίγγεις την ψυχή μου. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Όταν οι άνθρωποι οι καλοί τέτοια κακά τραβούνε, εκείνος που έτυχε καλός να γεννηθή, λυπάται.

Πόσες ευχαριστήσεις μπορούν να σας δώσουν ο νους σας, η γνώσεις σας, τα προτερήματά σας! να είστε άνδρας! βγάλετε αυτή τη θλιβερή αφοσίωσι από μία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο για σας παρά να σας λυπάται. — Ο Βέρθερος έτριξε τα δόντια του και την εκύτταξε σκυθρωπά. Εκείνη κρατούσε το χέρι του. — Σταθήτε ατάραχος για μια στιγμή Βέρθερε! είπε.

Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε.

Στα βιβλία του ζη, αναπνέει, χαίρεται και λυπάται, κλαίει και γελά ένας ολάκαιρος αιώνας κ' η αθρωπότητα όλη. Είναι κεντρικός σαν τον ήλιο και τον κόσμο φωτίζει· εκεί που ο ίδιος δεν ξέρω τι μου γίνεται μέσα μου και δε βρίσκω λόγια να το πω, εκείνος με το λέει και με κάμνει να καταλάβω την ψυχή μου. Μιλεί για το λαό και σαν το λαό. Τη γλώσσα του λαού θέλει.

Ο βεζύρης επήγε να δώση είδησιν της Χαλιμάς, πως την έταξε του βασιλέως· η Χαλιμά εδέχθη τούτο το χαροποιόν μήνυμα με μεγάλην αγαλλίασιν, και ευχαρίστησε τον πατέρα της πολύ· αλλά βλέποντάς τον πολύ λυπημένον του λέγει, διά να χαρή, και να μη λυπάται διότι την υπάνδρευσε με τον βασιλέα, ούτε θέλει μεταννοήσει εις τούτο, μάλιστα να είνε βέβαιος, ότι θέλει χαρή εις το επίλοιπον της ζωής του.

Είχε πλαστεί να γίνη ευτυχισμένη κ' έπειτα να πεθάνη κ' ήρθε η μέρα, που είτανε σκληράδα να ήθελε κανείς να τη βιάση να ζήση. Δεν μπορούσε να λυπηθή λίγον καιρό κ' έπειτα να λησμονήση. Μπορούσε μόνο να λυπάται και να πεθάνη. Και γω έπρεπε να γνωρίζω πως έλεγε πάντα την αλήθεια και την έλεγε περσότερο τότε όταν τα λόγια της μου φαινόντανε παράξενα κι απίθανα.