United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον έλαβον λοιπόν κατά μέρος, και τω εξήγησα, πως ο ψυχρώς και απαθώς θεωρών ημάς Κιαμήλ, εφόνευσε μεν άλλοτε τον αδελφόν μου, νομίζων ότι εκδικείται τον φονέα του αδελφοποιτού του, εφόνευσε δε απόψε τον υπό της αστυνομίας ζητούμενον ένοχον ταχυδρόμον, ου την πραγματικήν παρουσίαν εξελάμβανεν, εν τη πλάνη του, ως δαιμονικήν εμφάνισιν προς καταδίωξίν του ερχομένην.

Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;

Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο Θοδωράκης. — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου. — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής. — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην. — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος, απαθέστατος, πάντοτε ψυχρώς θεωρών τα του κόσμου, ως εθεώρει του βουνού της κλάρες, αίτινες δεν χρησιμεύουσιν ειμή διά καύσιμον, δεικνύει μόνον ανησυχίαν διά την έρημον κάτω κλίνην του, συνεχώς καταβαίνων και παρακαλών την κόρην του να σηκωθή και ν' αναβή επάνω. — Κοιμήσου συ επάνω, πατέρα, εγώ ευχαριστούμαι εδωδά! Απήντα η ταλαίπωρος.

Όταν την ηρώτα εσήκωνε τους ώμους ψυχρώς, ως να επρόκειτο περί της κούκλας της και διά ν' απαλλαγή αυτής έλεγε πότε ότι ο Γιάννος επήγεν εις το σχολείον, πότε εις το βαλμαδιό να ίδη πώς ήμελγον τας δαμάλεις και πότε εις το περιβόλι της βασιλοπούλας να κόψη χρυσόμηλα. Η Μάρω έσπευδεν, επέτα εκεί ως πτηνόν αφήσαν προ πολλού νήστεις τους νεοσσούς του.

Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να σκάσω . . . — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε περαστικά . . . Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει.

Ήτο μίαν στιγμήν μετά την έξοδον του Πλήθωνος. Ιδρώς αγωνίας περιέβρεχε το μέτωπον αυτής, και στραφείσα προς τον Πρωτόγυφτον, όστις είχε ανοικτούς τους οφθαλμούς, τω είπε·Σηκώσου γρήγορα να πάμε. Ο Γύφτος τρίψας τους οφθαλμούς απήντησε προς αυτήν·Πού θέλεις να πάμε; — Να φύγωμε απ' εδώ! είπεν η Αϊμά ανορθωθείσα. — Τι σου ήλθε πάλι; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. Έπαθες τίποτε μες τον ύπνον σου;

Και έχει τόσα χαρίσματα! — Κ' εγώ τον λυπούμαι, είπε ψυχρώς ο Γύφτος, ως να έλεγε· Μοι είνε αδιάφορον. — Και δικαίως. Διότι είνε πολύ φιλάνθρωπος. — Σωστά, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Και δεν λυπάται τα χρήματα, ούτε ως άμμον. — Το μεγαλείτερο αυτό είνε, είπεν ο Γύφτος, και ηκούσθη ο κρότος της γλώσσης επί των χειλέων του. — Και ειμπορεί να δώση πολλά, να κάμη έναν άνθρωπον πλούσιον διά το τίποτε.

Φαίνεται ότι ο Σίμων ούτος είχε περισσοτέραν περιέργειαν να ίδη και ν' ακούση τον Ιησούν ή φιλοφροσύνην να τον δεξιωθή. Όλα τα συνήθη γνωρίσματα της φιλοξενίας, ψυχρώς παρελείφθησαν.