United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλοι εκεί μέσα ήσαν λησταί και η Μάρω εκοιμάτο ακόμη. . . Και ο Γιάννος υπό τοιούτων σκέψεων καταληφθείς ήρχισε να κραυγάζη μ' όλην την δύναμιν των πνευμόνων του: Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια για του Γιάννου το κεφάλι· Μάρω μου!. . . . . . Αλλ' η Μάρω δεν ήκουε.

Τω όντι, αφ' ης ημέρας εξηφανίσθη ο Γιάννος, εκεί διήγε τας ημέρας και τας νύκτας του, θύμα της καλλίστης μορφής και της αγνότητος της ψυχής του.

Πολλάς ημέρας ο Γιάννος απουσίαζεν από τον πύργον των γονέων του και ουδείς ευρίσκετο να είπη τι περί αυτού, ουδέν ίχνος να ορίζη που την παρουσίαν του.

Άλλο τον παρασταίνει, ότι πολέμησε με εφτά χιλιάδες Τούρκους και στο τέλος να σκοτόνεται από απροσεξιά: « Κάτω στες κρύες Βρύσες, στα κρυονέρια, » Ψυχομαχάει ο Γιάννος τ’ Αντριανόπουλο, » Κομμένος, λαβωμένος και &ορικείμενος...& » Τούρκοι τον τραγουδούνε και Ρωμιοί τον κλαιν.

Εις την πεδιάδα το ψύχος ήτο δριμύ· ο ουρανός βαρύς και κατάμαυρος· η γη υγρά, ωσεί ουδέποτε ακτίνες ηλιακαί έπεσον επ' αυτής· ο αήρ, επιπνέων αδιακόπως, μετέβαλλε την επιφάνειάν της εις σκληρόν κρύσταλλον. Η Μάρω και ο Γιάννος, φοβούμενοι ήδη τους ενοίκους του πύργου, έφευγον μετά τάχους.

Αφού ο Γιάννος ήθελε να φύγουν, αφού της είπεν ότι η αθωότης ρυπαίνεται μένουσα εις την διαφθοράν, δεν ήτο ανάγκη να ακούση τίποτε άλλο.

Η Μάρω ανέβη την κλίμακα χωρίς ν' απαντήση, ψυχήν ζώσαν, εισήλθε εις το δωμάτιόν της και πεσούσα επί του πατώματος κατάκοπος, άρχισε να θρηνή ως νεκρόν τον αδελφόν της: — Γιάννο! καϋμένε Γιάννο!. . . Ο Γιάννος ήτο δεκαέξ ετών παλληκάρι. Η μήτηρ του, η Ζαχάρω, τον αφήκε πολύ μικρόν, εις τα σπάργανα ακόμη όταν απέθανεν.

Ήδη όμως εγνώρισε την πλάνην του· εις τα ψηλά βουνά εμφωλεύουν αετοί κατασπαράσσοντες τ' αδύνατα ζώα· εις τας πρασιάς έρπουν φίδια φαρμακερά, ενεδρεύοντα τον διαβάτην και μεταξύ των ανθρώπων διεφθαρμέναι ψυχαί, πνίγουσαι την αθωότητα. Ο Γιάννος έτρεμε μήπως και η ιδική του αθωότης πνιγή επί τέλους υπό της μητρός του την διαφθοράν.

Καϋμένη! είπεν ο Γιάννος με λύπην, ατενίζων αυτήν εις τους οφθαλμούς· μη λες ψέμματα, γιατί μας ακούει ο Θεός. Η Μάρω εχαμήλωσε την κεφαλήν υπό το εταστικόν βλέμμα του αδελφού της. Αλλά ο Γιάννος είχε μεγαλειτέραν ανάγκην να φάγη· οι οφθαλμοί του είχον βαθύνει από την νηστείαν τόσον ημερών.

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.