United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έφθασαν εις το εχθρικόν στρατόπεδον κατά την τετάρτην ώραν της νυκτός, ότε οι Τούρκοι ήσαν ανυπόπτως βυθισμένοι εις το πρωτοΰπνιον, οδηγηθέντες από τόπους αρμοδίους· ούτε από τας προφυλακάς των εχθρών εννοήθησαν, ούτε από τους εις το στρατόπεδον, ειμή όταν έφθασαν πλέον εις τας ακρινάς σκηνάς· τότε δε εκκενώσαντες όλοι ταυτοχρόνως τα πυροβόλα των εφώρμησαν εις τους εχθρούς, οι οποίοι εκπλαγέντες διά το απροσδόκητον άφησαν ερήμους τας πλειοτέρας σκηνάς των και έφευγον εις το μέρος όπου εστρατοπέδευεν ο Κιουταχής, το οποίον ήτο περιασφαλισμένον με βαθείας τάφρους και οχυρώματα.

Ήρχισε λοιπόν πάλιν να τους καταδιώκη, αλλ' αυτοί, απέχοντες πάντοτε απ' αυτού μιας ημέρας οδόν, υπεχώρουν. Και επειδή ο Δαρείος δεν παρητείτο της καταδιώξεως, οι Σκύθαι κατά το σχέδιόν των έφευγον προς την γην των αρνηθέντων την συνδρομήν των και πρώτον ήλθον εις την γην των Μελαγχλαίνων.

Όταν δε είδον ότι οι Έλληνες έφευγον, δεν ήτον καιρός πλέον να τους καταδιώξωσι, διότι είχον αρκετά απομακρυνθή απ' αυτούς. Εις την φυγήν των οι Έλληνες δεν έπαθον καμμίαν ζημίαν, αποπλανηθέντες όμως διά το σκότος της επελθούσης νυκτός, άλλοι μεν την επιούσαν ημέραν έφθασαν εις το στρατόπεδον, άλλοι δε μόλις την δευτέραν και τρίτην.

Εγένοντο λοιπόν εντελώς άφαντοι, και επειδή δεν παρουσιάζοντο πλέον ενώπιόν του, ο Δαρείος τα μεν τείχη εκείνα αφήκεν ημιτελή, αυτός δε υποστρέψας διευθύνθη προς δυσμάς, νομίζων ότι όλοι αυτοί ήσαν Σκύθαι και ότι έφευγον προς το μέρος εκείνο. Ταχύνων την πορείαν επανεύρε τας δύο μοίρας των Σκυθών εις την Σκυθικήν.

Εμένα ο κύρης μου μανίζει πότε λίγο και φωνάζει, μα δεν είνε κακός. Ο δικός σου δεν κατέω ... Πυροβολισμός αντηχήσας από μικράς αποστάσεως τον διέκοψε. Δύο τρυγόνια επέρασαν κατεπτοημένα και εκ των πτερύγων του ενός έφευγον πτίλα. — Θάν' αδερφός μου, είπεν η Πηγή με ταραχήν. Οντέν έφυγε 'πήρε το τουφέκι του και θάν' επαδά κάτω και κυνηγά.

Ενώ δε ούτοι έφευγον, τους εκτύπησαν και από τα Ελληνικά οχυρώματα τα πλησιέστερα εις την διάβασιν των, φονεύσαντες τινάς των ιππέων και πληγώσαντες μερικούς.

Και ταύτα πάντα έπραξα, χωρίς ούτε του Άμμωνος υιός να λέγωμαι, ούτε να προσποιούμαι ότι είμαι θεός ή να διηγούμαι όνειρα της μητρός μου, αλλ' ωμολόγουν ότι είμαι άνθρωπος και είχα αντιπάλους τους συνετωτέρους των στρατηγών, και κατά των μαχιμωτέρων στρατιωτών επολέμησα• δεν ενίκησα Μήδους και Αρμενίους οίτινες έφευγον πριν τους καταδιώξη κανείς και παρέδιδαν ευθύς την νίκην εις εκείνον ο οποίος είχεν ολίγην τόλμην.

Έβλεπον, δεν έβλεπον οι ναυβάται τα σημεία της; Από κανέν πλοίον δεν απήντησαν εις τον πόθον της, εις τας τόσος προσπαθείας της. Τα λευκά ιστία έφευγον με τον άνεμον εις το κύμα, και αυτή έμενε προσηλωμένη εις τον βράχον της Σκοτεινής Σπηλιάς, προγεγραμμένη, έρημος, μη βλέπουσα διά την αύριον χρυσής αυγής την ανατολήν . . .

Αλλά μεθ' όλην την επαγρύπνησιν ταύτην, εις την πρώτην καμπήν της οδού, πριν αρχίσωσι να κατέρχωνται το αντικρύζον την αγοράν μέγα λιθόστρωτον, ανά δύο, ανά τρεις, οι τελευταίοι βαίνοντες, έμενον διά τινα αφορμήν οπίσω, έσκυφταν εις την πεζούλαν να δέσωσι τα λωρία των ή να ξεσκονίσωσι την περισκελίδα των, και είτα, εξεκλέπτοντο, απεκόπτοντο από την διαδήλωσιν, κ' έφευγον δι' άλλης οδού, μη θέλοντες να προβάλωσι κεκυρωμένοι οπαδοί του ενός κόμματος εις την αγοράν, με όλην την μοναξίαν, ήτις επεκράτει εν ταύτη, μετά την αναχώρησιν των δύο διαδηλώσεων.

Τω όντι, πώς θα ηδύνατο ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήση τους πάντας; σχεδόν κανένα δεν ηυχαρίστει. Κ' εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επεσκεύαζε, κ' εκείνοι έφευγον δυσηρεστημένοι ισχυριζόμενοι ότι «απ' τη βία του δεν τους έκαμε παστρική δουλειά». Κ' εκείνοι όσων τα βαρέλια τελευταία έμενον, ακόμη πικρότερον εγόγγυζον, επειδή έμενε πίσω η δουλειά τους. Έκαστος είχε το παράπονόν του.