United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα παιδία αυτά τόσον λάλα κ' εύθυμα πάντοτε ήδη έμενον περιμαζευμένα εις τα φουστάνια των μητέρων των, μη εννοούντα τας λέξεις του επιτιμίου και την σημασίαν των, αλλά μεταλαμβάνοντα του τρόμου των γονέων.

Ο ψυχρός ιδρώς έρρεε ποταμηδόν από του μετώπου μου. Ενθυμούμαι ότι δις εχύθην να σφίγξω τον λαιμόν του, να πνίξω την ομολογίαν εις τον λάρυγγά του. Αλλ' η φρίκη με είχε κατακεραυνώση. Κ' ενώ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος.

Ουδείς ημών διετάραξε την σιωπήν του. Εβλέπομεν ότι είχε και άλλα να μας είπη και επεριμένομεν. Ο ήλιος εν τούτοις είχε δύσει· εντός του θαλάμου αι γωνίαι ήρχισαν να μαυρίζουν· αι κυρίαι έμενον εισέτι εις τον εξώστην και ηκούομεν τας ζωηράς ομιλίας και τον εύθυμον γέλωτά των.

Με την πρόφασιν του λουτρού έμενον αγρυπνούντες εις τα παράλια. Διότι υπάρχει η ιδέα ότι κατά την νύκτα εκείνην ανοίγουν αστραπιαίως οι ουρανοί και ό,τι ζητήση κανείς κατά την στιγμήν εκείνην το λαμβάνει άνωθεν. Δεν αναφέρονται όμως παραδείγματα ανθρώπων οι οποίοι επλούτισαν ή απέκτησαν ό,τι δήποτε κατ' αυτόν τον τρόπον.

Ωχρόν δέος εζωγραφίζετο κατά τας ημέρας εκείνας εις τα πρόσωπα πάντων. Αι εργασίαι αι γεωργικαί διεκόπησαν και πάντες έμενον εν τη αγορά διερωτώντες αλλήλους περί των συμβαινόντων. Συνεχώς δε τρις και τετράκις της ημέρας κατήρχοντο από του υψηλοτέρου βουνου οι αγροφύλακες, οπόθεν κατεσκόπευον το πέλαγος κ' εκόμιζον ειδήσεις εις τον δήμαρχον.

Οι σκύλοι ανεγνώρισαν τον συριγμόν κ' έπαυσαν ευθύς τας υλακάς των. Έμενον όμως εκεί επί τόπου, ατενίζοντες με τους μεγάλους υελώδεις οφθαλμούς των τον Δημήτρην και μόλις τον είδον κινούμενον επανέλαβον τας υλακάς και την επίθεσίν των. — Ρε, αγρίμι νάνε; — Μπα· διαβάτης θα νάνε. — Να μην ένε λύκος; Οι βλάχοι ήρχισαν ν' ανησυχούν τόρα.

Και ο ιερεύς επροχώρει απαριθμών τας φοβεράς συνεπείας όσαι θα εβάρυνον επ' αυτών εν εναντία περιπτώσει, εκφέρων μίαν προς μίαν κ' εντόνως τας λέξεις, κατακευρανών δι' αυτών τους ακροατάς του. Τα πρόσωπα των χωρικών έμενον ωχρά υπό του τρόμου· τα σώματά των είχον κυρτωθή, έτοιμα να γονυπετήσουν· οι οφθαλμοί δεν ετόλμων να υψωθούν εκ φόβου μήπως αντικρύσουν το οργίλον βλέμμα του Θεού.

Η δε νόσος αύτη, το είδος της οποίας είναι αδύνατον να περιγραφή, ενέσκηπτεν εις έκαστον μετά βιαιότητος υπερβαινούσης τας ανθρωπίνους δυνάμεις. Απόδειξις δε ότι διέφερε πασών των γνωστών ασθενειών είναι η εξής· τα σαρκοβόρα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρέφονται δι' ανθρωπίνων πτωμάτων, μολονότι έμενον πολλά τοιαύτα, δεν επλησίαζον ή, εάν εγεύοντο, απέθνησκον.

Την φοράν μάλιστα ταύτην, επειδή ήτο πληθώρα καταδίκων, το θέαμα επρομηνύετο μεγαλοπρεπέστερον. Θέλοντες να αποτελειώσουν τους χριστιανούς και να περιστείλουν την επιδημίαν, ήτις εκ των φυλακών εξετείνετο επί μάλλον και μάλλον ανά την πόλιν, ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος είχον κενώσει όλα τα υπόγεια, εις τρόπον ώστε δεν έμενον πλέον ειμή δεκάδες τινές ατόμων, φυλαττομένων διά το τέλος των αγώνων.

Τους χωρικούς δεν έβλαπτον συνήθως, εκτός δι' ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το χωρίον.