United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ψυχρός ιδρώς έρρεε ποταμηδόν από του μετώπου μου. Ενθυμούμαι ότι δις εχύθην να σφίγξω τον λαιμόν του, να πνίξω την ομολογίαν εις τον λάρυγγά του. Αλλ' η φρίκη με είχε κατακεραυνώση. Κ' ενώ εσωτερικώς ενόμιζον ότι κινούμαι, εξωτερικώς έμενον αδρανής, ως άνθρωπος αποπεπληγμένος.

Και με το έν του χέρι έσυρε το κιβώτιον, διά να το ρίψη τάχα εις τον ποταμόν. — Μη, μη! εφώναξεν ο καλόγηρος, άφες με να έβγω! — Α! είπεν ο μικρός Κλώσος, και έκαμε τον φοβισμένον. Μέσα είναι ακόμη ο διάβολος! Να τον ρίψω εις τον ποταμόν αμέσως, να τον πνίξω! — Όχι, όχι! σου δίδω έν κοιλόν γεμάτον χρήματα, αν με αφήσης να έβγω.

Θα τον ανεμοδέρνω εις τα κύματα κι' ας μη 'μπορώ να πνίξω το καράβι του! Κύτταξ' εδώ τι έχω. Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Δόσε μου να ιδώ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ενός πιλότου έχω ένα δάκτυλο, οπού ενώ γυρνούσεν εναυάγησε, Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τα τύμπανα! Ο Μάκβεθ έρχετ', έρχεται!

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.

« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ «'Σ τα στήθηα να τον σφίξω, » Καιένα φίλημα γλυκό «'Σ το στόμα του το ερωτικό, » Τον έρωτα να πνίξω.» « Τον έρωτα, που μ' έβαλε » Τη φλόγατην καρδιά μου, » Που μ' άναψε τα τρυφερά, » Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά· » Και καιν τα 'σωθικά μου

ΜΕΝ. Από 'κείνον που δεν έχει δεν μπορείς να πάρης τίποτε. ΧΑΡ. Και υπάρχει κανείς που να μην έχη ένα οβολόν; ΜΕΝ. Δεν ειξέρω τι έχουν οι άλλοι, εγώ ξέρω ότι δεν έχω. ΧΑΡ. Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, βρωμόσκυλον, αν δεν με πληρώσης. ΜΕΝ. Κ' εγώ θα σου σπάσω το κεφάλι με το ξύλο. ΧΑΡ. Ώστε δωρεάν έκαμες τόσο ταξείδι; ΜΕΝ. Θα σε πληρώση για μένα ο Ερμής, ο οποίος με παρέδωκε σε σένα.

Απεσύρθην ακροποδητί, έκλεισα την θύραν και ήρχισα πάλιν τον περίπατον και τον μονόλογόν μου. Όταν εσυλλογιζόμην πόσον εύκολον θα ήτο εις την γυναίκα εκείνην να με καταστήση τον ευτυχέστατον των ανθρώπων, αν κατά τι ολιγώτερον ηγάπα τας διασκεδάσεις και την εργολαβίαν, με ήρχετο όρεξις να την πνίξω. Ο κίνδυνος όμως αυτής δεν ήτο μεγάλος.

Κι όχι να πης πως άρχισα το μυρολόγι ή τις φωνές. Έτσι, αγρίεψε η καρδιά μου, σα να είμουν άντρας. Θέριεψα και πήγα. Άναψε τέτοια φωτιά μέσα μου που μου ήρθε να ξετιναχτώ και να χυθώ καταπάνω τους να τους πνίξω. Και το κατάφερα να ξετιναχτώ. Έπεσα ίσια πάνω στο μακαρίτη, στον ακριβό μου το λεβέντη. Μου φάνηκε σα να σάλευε ακόμα λιγάκι.

Πλην τέλος δεν εβάσταξα, Δεν 'μπόρεσα να πνίξω Το δάκρυ, που κατέβηκε Την κάτωχρη παρειά μου, Και λέγω: «Της μανούλας μου, » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . » Και πλέον δεν εμπόρεσα Το στόμα μου ν' ανοίξω. Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο Ξανακυττάζω πάλι, Και βλέπω χαμογέλασε, 'Σάν το λαμπρό φεγγάρι, Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε, 'Σάν το μαργαριτάρι Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί Με πόνοτο κεφάλι.