Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Εσύ να πω μ’ ανάγκασες όσα δεν θέλω. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιά να μου πης σ’ ανάγκασα; λέγε ν’ ακούσω. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Τάχα καλά δεν μ’ άκουσες; τι ζητάς τώρα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν κατάλαβα καλά, για ξαναπέ μου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω πως είσαι ο ένοχος που εμείς ζητούμε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Για τις διπλές δεν θα χαρής, βέβαια, βρισιές σου. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Κι άλλα να πω; και πιότερο να σε θυμώσω; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πες ό, τι θέλεις.
Είμαι θυμώδης όσο παίρνει και η ηθική δεν μπορεί να μου κάνη τίποτα· θέλω να θυμώνω μέχρι τρέλλας όταν μου έρχεται όρεξι να θυμώσω. Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Μήπως θέλετε να μάθετε την φυσικήν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι λέει αυτή η φυσική;
Φίλε του Δία Αχιλλεύ, προστάζεις να λαλήσω Του μακροχτύπη βασιλέ' Απόλλωνα την κάκια; Την λέγω 'γώ· αλλά εσύ υπόσχου κι' όμνεξέ με, Να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγια, και με χέρια· Γιατί, νομίζω, βέβαια άνθρωπον θα θυμώσω, 'Πού τους Αργείους ολουνούς μεγαλοβασιλεύει· Και εις αυτόν οι Δαναοί υποταγμένοι είναι. Ότι νικάει ο βασιλεύς, αν 'ς τον μικρόν θυμώση.
Αυτά μ' έκαμαν να θυμώσω. Της είπα με χονδρή φωνή πως ένα κορίτσι που δεν έχουν οι γονιοί του να το χορτάσουν ψωμί δεν πρέπει να κάμη τη χαδούσα και να ψιλολογά για το χρώμα των ματιώ. Εχαμήλωσεν η καϋμένη τα δικά της και άρχισε να κλαίη και να μας λέγη ότι θα κάμη το θέλημά μας. Η μεγάλη μας συλλογή ήταν ο Πέτρος πού πρώτα μας έγραφε τακτικά και τώρα μας άφισεν ένα μήνα χωρίς είδησι καμμία.
Μας λείπει πράξις· 'ς την τριβήν είμεθ' ακόμη νέοι. Εξοχή άδενδρος. Κεραυνοί. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Τι έχεις, ω Εκάτη; τι εθύμωσες; ΕΚΑΤΗ Και πώς να μη θυμώσω, ω βρωμόστριγλαις, με την αυθάδειάν σας και την τόλμην σας!
Εγώ εις αυτό ευρέθηκα αντραλωμένος, μην ηξεύροντας τι να αποκριθώ, φοβούμενος αν του ειπώ το όχι να μη τον θυμώσω και επάνω που εστοχαζόμουν να τους δώσω την απόκρισιν ιδού ο Αναΐππης του Κατή, συντροφευμένος από ένα αριθμόν Γιαννιτσαρέους, αρματαμένους, εμβήκαν εις το κοιμητήριον, και ευθύς έπιασαν τους κλέφτας και εμένα, και μας έφεραν εις την φυλακήν.
Θυμήσου τι σου έλεγα την άλλη μέρα, Καρλή· την υστερνή, τη μόνη φορά που μου έγραψε, του είπα να μη μου γράψη πια, πως δεν είτανε δουλειά μου και να μη μου μιλήση για τέτοια πράματα. Θύμωσα και δεν έπρεπε να θυμώσω. Έπρεπε γλυκά και με τρόπο να την παρακαλέσω νανεβή στην κάμερή της. Φοβήθηκε πάλε και πάλε μου αράδιασε ψεφτιές. Αν τόλεγε ίσως μπορούσα να την πνίξω.
Ο μπαμπάς σου παίζει. Δώσε μου το χεράκι σου να το φιλήσω. ΔΩΡΑ — Όχι, κύριε Νίκο, όχι φύγετε. Φοβάμαι. Τρέμω. Κύριε Νίκο ... Τι μου υποσχεθήκατε; Όχι. Εσείς δε θέλω να με λέτε δεποινίδα Δώρα. Θα σας θυμώσω. ΝΙΚΟΣ — Τίποτε. Θα σας λέω δεσποινίδα Δώρα, όσο με λέτε κύριε Νίκο. Μάλιστα δεσποινίς.... ΔΩΡΑ — Ε! καλά, καλά. Ορίστε. Νίκο! Σας είπα Νίκο. Δώρα . . . Τι μου κάματε; Σκύβει κάτω.
Και επροσπάθησεν ο Λιάκος να μειδιάση. — Ελπίζω ότι δεν εθύμωσες, υπέλαβε συνδιαλλακτικώς ο Κ. Πλατέας. — Διατί να θυμώσω; — Βέβαια, βέβαια! Και θλίψας την παχείαν χείρα, την οποίαν ο Κ. Πλατέας έτεινε φιλικώς, εξηκολούθησεν ο Κ. Λιάκος τον δρόμον του ταχύνας το βήμα, ενώ ο καθηγητής των Ελληνικών επορεύετο βραδέως προς την οικίαν του.
Μαζί σου θα θυμώσω; Και δε σε ξέρω; Πού προφταίνεις εσύ να μου γράψης; Πού σ' αφίνουν ησυχία; Είμαι βέβαιος που στην Πόλη και στην Αθήνα, μάλιστα στην Πόλη, όλα τα περιοδικά, όλες οι φημερίδες, όλα τα τυπογραφεία θα σου ζητούν κάτι να τους δώσης. Μη βλέπης που σε βρίζουν· είναι αλήθεια που σε βρίζουν, αδερφέ μου, μα σε διαβάζουν κιόλας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν