United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χάρις εις τας επικαίρους προσπαθείας των εκεί συνδραμόντων, συνήλθεν εις τον εαυτόν του ο Κ. Πλατέας, μετά πολλής αληθώς δυσκολίας, αλλ' επί τέλους συνήλθεν, εκεί δε εις τον αιγιαλόν ωρκίσθη διπλούν όρκον, ποτέ πλέον να μη κολυμβήση και ποτέ να μη λησμονήση ότι οφείλει την ζωήν εις τον Κ. Λιάκον. Τον όρκον ετήρησεν έκτοτε πιστώς.

Δεν τους γνωρίζεις τους Συριανούς; Προτιμούν να αλληλοτρίβουν τους αγκώνας των εις την στενήν των πλατείαν. Μόνοι οι εκλεκτοί ευρίσκουν ευχαρίστησιν «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης». — Και τίνες ήσαν σήμερον οι «εκλεκτοί»; ηρώτησε μειδιών ο Κύριος Λιάκος. — Έπρεπε να είπω εις δυικόν αριθμόν, «τω εκλεκτώ». Και εγέλασεν ο Κ. Πλατέας διά την επιτυχίαν του αστεϊσμού του.

Οι μαθηταί ηπόρουν κατ' αρχάς βλέποντες χαλαρωθείσαν την συνήθη του καθηγητού αυστηρότητα, αλλά δεν ήργησαν να εννοήσουν ότι η επιείκειά του ωφείλετο εις την παντελή εκείνου απροσεξίαν, όχι δε ποσώς εις την ιδικήν των ακρίβειαν περί την εξήγησιν του κειμένου. Ήτο αφηρημένος, ω του θαύματος, ο Κ. Πλατέας! Τότε ενθαρρυνθέντες εφιλοτιμήθησαν να επισωρεύσουν ανοησίας επί ανοησιών.

Εβάδιζον πλησίον ο είς του άλλου, μη βλέποντες αμφότεροι την ώραν να χωρισθούν ευσχήμως. Ευτυχώς επλησίαζον εις την γωνίαν, όπου έπρεπε ν' αποχαιρετισθούν, διευθυνόμενοι έκαστος εις την οικίαν του. Εκεί ο Κ. Πλατέας επανέλαβε την πρόκλησίν του. — Δεν θα έλθης να δοκιμάσης το μοσχάτον μου; — Ευχαριστώ. Είναι αργά, έχω δε και κάπου να υπάγω. — Εις της εξαδέλφης σου: — Ίσως.

Ουδέποτε συνέλαβε τοιαύτην ιδέαν. Ουδέποτε εσκέφθη ότι ο Κ. Πλατέας ηδύνατο να περιληφθή εις τον κατάλογον των διά γάμον υποψηφίων. Και όμως διατί όχι; Τι έλειπε του ανθρώπου; Και διατί να μη σκεφθή ποτε ότι ηδύνατο τω όντι, αυτός να γείνη ο ζητούμενος σύγγαμβρός του.

Και ήρχισαν συνομιλούντες περί αντικειμένων σχετιζομένων προς τας καθημερινάς ασχολίας των. Ο Λιάκος έδιδεν εντέχνως αφορμήν και ύλην ομιλίας εις τον φίλον του, ώστε ούτος ήτο ο έχων κυρίως τον λόγον. Και ωμίλει ο Κ. Πλατέας μετ' αύξοντος ενθουσιασμού, παρεισάγων στίχους ομηρικούς.

Την Κυρίαν * με το κοπάδι των μικρών της και τον έμπορον... πώς τον λέγουν;... τον Κύριον Μητροφάνην, με το ζευγάρι του. Ο Κ. Λιάκος έμαθεν ό,τι επεθύμει, χωρίς να προδώση εις τον φίλον του τον κρύφιον σκοπόν των ερωτήσεών του. Αλλά το κατόρθωμα δεν ήτο μέγα. Ο Κ. Πλατέας δεν είχε την οξυδέρκειαν του Λυγκέως, συνήθως δε πέρα της αμέσου περί αυτόν επιφανείας δεν έβλεπεν.

Ηγάπα την οικίαν του ο Κ. Πλατέας. Αφότου την απέκτησε, σπανίως εξήρχετο, παρεκτός διά τας παραδόσεις και διά τον τακτικόν περίπατόν του. Μετά νέας δε πάντοτε ευχαριστήσεως έβλεπεν επιστρέφων τους τοίχους και ήνοιγε την θύραν της.

Την παρεκάλεσα να μη το λέγη τούτο, διότι τότε κ' εγώ θα λέγω ότι με παίρνει μόνον από αίσθημα αγάπης προς την αδελφήν της. — Και διατί όχι; μου απεκρίθη. Πού καλλίτερα ημπορούμεν να βασίσωμεν την ευτυχίαν της ζωής μας; Ο Λιάκος ησθάνθη την συγκίνησιν αναβαίνουσαν εις τον λάρυγγα και τους οφθαλμούς του. — Πού να σου τα μακρολογώ τώρα, εξηκολούθησεν ο Κ. Πλατέας.

Εσηκώνετο, εκάθητο, έβλεπεν από το παράθυρον, αλλά δεν εφαίνετο ο Λιάκος. Επροσπάθει ν' αναγνώση, αλλά δεν ηδύνατο να προσηλώση την προσοχήν του εις το βιβλίον και το έκλειε πάλιν. Τι μαρτύριον! Εν τούτοις ήλθεν η συνήθης ώρα του περιπάτου. Ο Κ. Πλατέας εκάθητο επί ακανθών. Δεν ηδύνατο να μείνη πλέον εντός της οικίας περιμένων τον Λιάκον. Απεφάσισε να εξέλθη.