Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον σημάνει προ είκοσι λεπτών! Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση.
Επέστρεφε λοιπόν από τον συνήθη περίπατόν του ο Κ. Πλατέας. Ήτο μία εξ εκείνων των ωραίων ημερών του Φεβρουαρίου, προδρόμων του έαρος, ότε ο ήλιος θωπεύει διά των ακτίνων του τα πρώτα άνθη των πρωίμων αμυγδαλεών, και λάμπει η κυανή θάλασσα και γελά ο αίθριος ουρανός της Ελλάδος.
Εις τοιαύτας περιστάσεις ο Κ. Πλατέας ηναγκάζετο να ανέλθη εις την εστίαν του ελικοειδώς δι' άλλων πλαγίων οδών. Υπήρχον όμως και ημέραι, ότε εκλείετο εξ ανάγκης εις την οικίαν του, διακοπτομένης εντελώς της συγκοινωνίας.
Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.
— Άφησέ τα αυτά, υπέλαβε με ύφος ημερώτερον ο Κ. Πλατέας, και ειπέ μου πού ευρίσκεται η υπόθεσις; Τι έκαμες τόσην ώραν; Ο Λιάκος ήρχισε την διήγησιν, αλλά δεν είπε τα πάντα εις τον γαμβρόν.
— Ο Κύριος Πλατέας, νομίζω, είπεν ο γέρων αντιχαιρετών ευγενώς. — Όλος και όλος. — Και τι αγαπάτε, Κύριε Πλατέα; Ο Κ. Πλατέας ησθάνθη τότε πρώτον δειλίαν τινά, αλλά δεν ήτο πλέον καιρός υποχωρήσεως. Ανέλαβε το θάρρος του και εξηκολούθησε: — Κύριε Μητροφάνη, χωρίς περιφράσεις, ιδού. Επιθυμώ να γείνω γαμβρός σας.
Και ήρχισεν ο Κ. Πλατέας απαριθμών εις τα δάκτυλά του τους περιπατητικούς φιλοσόφους, ως τους απεκάλουν οι θαμώνες της πλατείας, όσους συνήντησε, γέροντας όλους ή μεσοκόπους, εκτός ενός νεανίου ρέποντος εις τον ρωμαντισμόν και έχοντος αξιώσεις ποιητού. — Κυρίας δε διόλου; ηρώτησε και πάλιν ο Λιάκος. — Και βέβαια!
Αλλά, βλέπων την προσήλωσιν του Λιάκου προς την διεύθυνσιν του Μάνα, ο Κ. Πλατέας διέκοψε τον λόγον, εστήριξε την αριστεράν επί της τραπέζης προς διευκόλυνσιν της μελετωμένης επί του σκαμνίου περιστροφής του, και ητοιμάζετο να ίδη πάλιν τι το ελκύον την προσοχήν του Λιάκου, ότε ούτος νοήσας τον σκοπόν του θέτει ορμητικώς την χείρα επί της παχείας χειρός του φίλου του, και σφίγγων αυτήν ισχυρώς λέγει ταπεινή τη φωνή, αλλά με ύφος επιτακτικόν: — Μη γυρίσης!
Ο Κ. Πλατέας έστρεψε την κεφαλήν προς το καφενείον, ύψωσε το βλέμμα προς τον δύοντα ήλιον, έσυρεν εκ του θυλακίου το ωρολόγιόν του, είδε την ώραν και εστέναξεν ελαφρώς. — Ό,τι θέλεις με κάμνεις, είπε. Οι δύο φίλοι διηυθύνθησαν προς το έρημον καφενείον, προς άκραν ευχαρίστησιν του ιδιοκτήτου, όστις έδραμε προσφέρων τας υπηρεσίας του.
Α, ως προς τούτο ο Κ. Μητροφάνης είναι άξιος παντός επαίνου! Ανέθρεψε λαμπρά τας θυγατέρας του. Δεν πταίει εκείνος, εάν η ωραιότης δεν εμοιράσθη εξ ίσου εις αυτάς, αλλά το κάλλος της ψυχής το έχουν εξ ίσου και αι δύο... Είναι θησαυρός και η μεγαλειτέρα! Ευτυχής όστις την αποκτήση σύζυγον! Ο Κ. Πλατέας ήκουε κατ' αρχάς με απορίαν την αιφνίδιον του φίλου του ευγλωττίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν