United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήκουες εκεί κάτω: Να ιδής μια χρονιά τα Χριστούγεννα, και να ιδής άλλη χρονιά, και να ιδής την Παραμονήν . . . Μόνον ο γέρω-Μπούμπας, τόσην ώραν, δεν ηδυνήθη και αυτός να ενθυμηθή τίποτε, να διηγηθή τίποτε· αλλ' εκάθητο σιωπηλός πάντα και συλλογισμένος, επάνω εις την στενόμακρον κασσέλλαν του, εις την άκραν εκεί, σαν καταφρονεμένος.

Διά να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας.

Εις την μίαν δε άκραν εκρέμασαν δι' αλύσεων λέβητα· έν δε ακροφύσιον σιδηρούν, όπου έκλινε προς τον λέβητα, εκρέματο από της κεραίας, της οποίας το πλείστον μέρος ήτον επίσης ενουμένον με σίδηρον.

Τον είχον συνηθίσει όπως ήτο και ουδείς πλέον τον παρετήρει. Ναι μεν, τινές των άκραν φιλοσκωμμόνων επέμενον επαναλαμβάνοντες πότε και πότε χαριεντισμόν εγκαινισθέντα προ ετών υπό Χίου εντριβούς περί τας Γραφάς και εμπνευσθέντος από το επώνυμον του Φιλίππου.

Και σπογγίσασα ένα δάκρυ, διότι, ατυχής εις όλα, ανεχώρει εις τοιαύτην ποθητήν διά τας Αθήνας ημέραν, δι' ην και μόνην τόσα δεινά υπομένουσιν οι ξένοι, εψιθύρισεν: — Έρμη Αθήνα! . . . Την αυτήν εσπέραν δύο γυναίκες εκάθηντο εις μίαν άκραν, την καθαρωτέραν επί του ερειπωμένου καταστρώματος του ατμοπλοίου, όπερ μετ' ολίγας ώρας απέπλεεν εις τον Ευβοϊκόν.

Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον δέκα χρόνους.

Διότι τόρα μόλις διεσχίσαμεν την προβολήν του ότι δεν υπάρχει το μη ον, αυτός επρόβαλε άλλην, και τόρα πάλιν είναι ανάγκη να αποδείξωμεν ότι υπάρχει ψεύδος και εις τον λόγον και εις την κρίσιν, και κατόπιν αυτής ίσως άλλην, και πάλιν άλλην κατόπιν εκείνης, και, καθώς φαίνεται, δεν θα εύρωμεν ποτέ την άκραν. Ξένος.

Νύκτα τινά του Απριλίου του έτους 1453, καθ' ην ώραν οι αλιείς ητοίμαζον τους πυρσούς διά τας νυκτερινάς οψοθηρίας, αι δε γυναίκες των απεκοιμίζον τα βρέφη επί των γονάτων αυτών, συρίζουσαι το σύνηθες νανούρισμα και ημικλείστους έχουσαι υπό νυσταγμού τους οφθαλμούς, παράπηγμά τι ήτο ανοικτόν εις την άκραν της συνοικίας.

Εάν όμως μερικά πράγματα δεν επιδέχωνται ούτε άκραν σφοδρότητα ούτε ηρεμίαν, αλλά μόνον μερικά επιδέχονται, όχι όμως και τα άλλα, συ δε όλα τα θεωρείς τοιαύτα, πώς νομίζεις ότι ευρίσκεσαι ως προς αυτά; Βεβαίως άσχημα.

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;