United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του άσθματος. — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της. — Κείνο πώδωσεν ο Θεός!

Νύκτα τινά του Απριλίου του έτους 1453, καθ' ην ώραν οι αλιείς ητοίμαζον τους πυρσούς διά τας νυκτερινάς οψοθηρίας, αι δε γυναίκες των απεκοιμίζον τα βρέφη επί των γονάτων αυτών, συρίζουσαι το σύνηθες νανούρισμα και ημικλείστους έχουσαι υπό νυσταγμού τους οφθαλμούς, παράπηγμά τι ήτο ανοικτόν εις την άκραν της συνοικίας.

Ενώ ο γέρων, με μειδίαμα εις τα χείλη δύσπιστον και οφθαλμούς ημικλείστους, έβλεπε τον ενωμοτάρχην ως διδάσκαλος, σιωπηλώς παρακολουθών τα δύσκολα ψελλίσματα του μαθητού του. Ο ενωμοτάρχης όμως εχειρίζετο μετά μεγάλης ευκολίας το όπλον, δεικνύων πόσον ήτο γνώριμος μ' αυτό.

Είχε τους οφθαλμούς ημικλείστους και προσεπάθει ν' αποσείση τον ύπνον, όστις ήρχισε ν' αποναρκόνη αυτόν κατ' ολίγον. Την πήραν, την ράβδον και την φλοκάταν είχεν ακουμβήσει όπισθεν αυτού παρά τον κορμόν της πλατάνου. Ο Δαρώτας τω είπεν, ως να τον είχε καλέσει ο Βράγγης, ή ως να τον προέτρεπε να μείνη·Θα υπάγω. Είναι καιρός. Τόσον δρόμον έτρεξα σήμερον!...

Ο γέρω-Μάρτης εξηπλωμένος, σχεδόν αναίσθητος πλησίον του βαρελιού, με την μακράν φουστανέλλαν του κάθυγρον υπό του οίνου, με οφθαλμούς ημικλείστους, πρόσωπον κατακόκκινον κ' εκ των πολλών ρυτίδων όμοιον προς μεγάλην τομάταν, εδέχετο εις το μεγάλο και ανοικτόν στόμα του τας τελευταίας σταγόνας του οίνου. Οι μήνες ανεκάγχασαν και ήρχισαν να περιπαίζουν αυτόν.

Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.

Ο Μπάρμπα Σταύρος ήρχισε να κόπτη φέταις μετά προσοχής, τοποθετηθείς εγγύς της τραπέζης, προς ην κατέναντι επλησίασε και εκάθησεν ο Κομποδήμος με ημικλείστους τους οφθαλμούς του, έχων ανάγκην ύπνου μάλλον ή τροφής· η δε Κρατήρα απήλθεν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον, όπου είχεν εξασφαλίσει αφ' εσπέρας το χοιρίδιον, μόλις το είχε φέρει η φουρνάρισσα, ως είδομεν.

Οι οδοιπόροι εκαθάρισαν πάραυτα καλώς το μέρος, εύρον την κατωφέρειαν και κατήλθον εις την σπηλαιώδη οπήν, εν η εύρον τον Μπάρμπα-Σταύρον, ημιπαγωμένον, βαρέως αναπνέοντα, με ημικλείστους τους οφθαλμούς, κατακείμενον εκεί εις το χώμα της κρύπτης, ενώ το ξύλινον κοντάριόν του τεθραυσμένον εις δύο παρέκειτο. — Μπάρμπα-Σταύρο! Μπάρμπα-Σταύρο!

Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κ' επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς. — Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.