Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ήτο υπέρ το δέον ομιλητικός, φιλόφρων, ως κομματάρχης προσπαθών να φέρη εις τα νερά του τον σύντροφόν του· ενώ δε αυτός σπανίως έπινε, επρόσφερεν αδιακόπως το ποτήριον γεμάτο εις τον Φλεβάρην, όστις διά να μη προσβάλη τον σύντροφόν του, ουδέποτε ηρνείτο. Μετ' ολίγον το πρόσωπόν του έγεινε κατακόκκινον, οι οφθαλμοί του ήρχισαν να σμικρύνωνται. — Θα τραγουδήσουμε; είπεν εις τον Μάρτην.

Ο Πολέμων εγύρισε από τον πόλεμον πλούσιος, ως λένε• τον είδα δε κι' εγώ με μανδύα κατακόκκινον και με πολλούς ακολούθους. Και οι φίλοι του ως τον είδαν έτρεχαν να τον χαιρετούν. Έτσι ευρήκα καιρόν να πλησιάσω τον υπηρέτην που είχε πάη μαζή του έξω και τον αρώτησα• δεν μου λες, Παρμένων, του είπα, αφού τον εχαιρέτησα, πώς τα περάσατε και τι καλά εφέρατε από τον πόλεμον;

Τα γαλιά εφορεύοντα βάδην εμπρός, καμαρωτά, προτείνοντα το στήθος και ανατείνοντας την κεφαλήν, υπό την οποίαν εκυμαίνετο το λειρίον κατακόκκινον, ως δράγματα κερασίων.

Και καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρεις ημέρας προ της εορτής εις το παρεκκλήσιον της Πρέκλας, εκάθητο δε εις τα πρόθυρα του ναΐσκου, κ' εκάπνιζε το μακρόν τσιμπούκι με το ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλην τότε το φέσι του ήτο κατακόκκινον, και τώρα εφόρει μαύρον σκούφον . . . Και τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, και τώρα ήτο πενηνταπέντε.

Ο κυρ-Στρατής, ένας κοντός και χονδρός ανθρωπάκος, με μίαν κεφαλήν φαλακράν και στρογγύλην ως κολοκύνθην, και με πρόσωπον κατακόκκινον ως κόκκινην κολοκύνθην, με δύο μάτια μεγάλα ως κάστανα, ήτο ιεροψάλτης του νεκροταφείου, αρχαίος φίλος μας.

Και έδειξεν εις τον μογιλάλον τον πύραυνον του ελαιοτριβείου, μέγαν και φοβερόν, ως της Κολάσεως εν ταις αγιογραφίαις, ένθα βράζει η πίσσα. Πράγματι, εν μέσω πυκνοτάτου καπνού, χήρα μεσήλιξ, με κατάμαυρην μανδήλαν και κατακόκκινον πρόσωπον, παρά το παμφάγον πυρ, ησχολείτο επιμελώς κατασκευάζουσα και ψήνουσα τηγανίτας.

Παρέκει κάθηται άνευ της κάπας του ο ποιμήν ο Κομποδήμος, έχων εις το πλευρόν του φιάλην χιλιάρικην, πεπληρωμένην οίνου μαύρου σπιτίσιου, και από καιρού εις καιρόν πληροί το ποτήριον εκεί πλησίον κείμενον και αυτό, και πίνει με κατακόκκινον το πρόσωπον και ημιδακρύοντας τους οφθαλμούςεκ της χαράς τάχα ή εκ του οίνου;

Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κ' επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς. — Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.

Διά τελευταίαν φοράν διακρίνω το κατακόκκινον φως του σιγάρου του πρωραίου φρουρού, αγρυπνούντος βαρδιάνου, ακινήτου ως ξυλίνου, όστις τυλιγμένος εις το αμπαδένιο καποτάκι του, ως εντός μιας δίπλας της νυκτός, τραγουδεί το τραγουδάκι του, το γλυκύ του νυσταγμού του αντιφάρμακον, όπερ ως νανούρισμα δι' εμέ κομίζει η νυκτία δρόσος προς την αυτοσχέδιον κλίνην μου, υπό την βαρείαν της μπούμας επιστέγασιν: Από ξένον τόπο κι' απ' αλαργινόνγιάλα-γιάλα Ήλθε το Μορφάκι, ήλθε το καϋμένο δώδεκα χρονών. . . γιάλα-γιάλα.

Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν