Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025
Διατί να θρηνή, διατί να κλαίη πλέον την κόρην του, η οποία ευρίσκετο εις τον Παράδεισον, εις ένα κόσμον ωραίον έτσι και αδιατάρακτον, ως την γαλήνην της ερημικής εκείνης εκκλησίτσας, η οποία εν όλη τη σιγή αυτής ήτο γεμάτη από ζωήν; Εις το γλυκύ εκείνο των κανδηλίων φως, όλοι οι άγιοι του μικρού ξυλίνου τέμπλου απετέλουν μίαν ζωντανήν χοροστασίαν ψυχών, ως ζώσι μακαρίως των αγίων αι ψυχαί επάνω εις τους ουρανούς.
Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφά — αλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του.
Υπήρχε πολλή υπακοή στον ήχο αυτό, κι' η σχέση ξύλινου ήχου με το σιδερένιο, ήτανε σχέση του ναύτη με τον αξιωματικό. Μέσα από το βάθος του καραβιού κόχλαζαν η ηλεκτρομηχανή, και γινότανε κάτι παρόμοιο με τον ήχο χύτρας που βράζει πλούσια η φασουλάδα.
Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης. Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος.
Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά φοβεράν, φωνήν ηρώτησε: — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί. Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.
Και ιδού ότι η ιδέα ολόκληρος μου παρουσιάζετο, αδύνατος ακόμη, μόλις συγκεκροτημένη, μόλις σχηματισμένη, ουχ' ήττον πλήρης. Χωρίς ν' αργήσω, με την νευρώδη ενέργειαν της απελπισίας, ήρχισα να επιχειρώ την πραγμάτωσιν. Από ώρας τώρα τα πέριξ του ξυλίνου κουτιού, επί του οποίου ευρισκόμην εξηπλωμένος, έβριθον κυριολεκτικώς από ένα στρατόν εκ ποντικών.
Αλλ' όμως η συνδιάλεξις αύτη μοι εφάνη αλλόκοτος και εκέντησε την περιέργειάν μου. Καθημένη επί τινος ξυλίνου σκίμποδος, με τας χείρας κατεσκεύαζον το ξαντόν, με τα ώτα δε ηκροώμην, και με τους οφθαλμούς έβλεπον εις την θύραν, δι' ης έμελλε να εισέλθη ο κατάσκοπος. Τέλος εισήλθεν ούτος.
Αλλ' εξηκολούθουν τα κύματα πλήττοντα μανιωδώς το σκάφος και δεν εμετριάζετο ο σάλος. Και παρήρχετο η ώρα χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται όπισθεν του ξυλίνου διαφράγματος, το οποίον με εχώριζεν από την κοίτην της, χωρίς ν' ακούω ουδεμίαν εκείθεν φωνήν, ουδένα ήχον. Ούτε καν τον ασθενή της βήχα ήκουα. Και έτεινα τα ώτα με την ελπίδα ίσως τον ακούσω. Ήτο γενική η σιωπή εντός της αιθούσης.
Ως σιδηραί δε αι χείρες του ναύτου, αποτυχούσαι, εκρότησαν επί του χονδρού ξυλίνου παραπέτου του μπάρκου.
Εκ των δύο γυναικών η μεν, νέα, νεωτάτη, εξηπλωμένη επί μακρού ψαθίνου καθίσματος, με προσκέφαλα υποστηρίζοντα το σώμα και την κεφαλήν της, παρηκολούθει με βλέμμα μελαγχολικόν την επί του πλοίου ζωηρότητα. Η άλλη, προβεβηκυία την ηλικίαν, εκάθητο όπισθεν της νέας επί του γύρω του καταστρώματος ξυλίνου θρανίου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν