United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η φύσις ηγωνία υπό την ακάματον ταύτην μάστιγα, δένδρα και φυτά ελάμβανον καχεκτικόν τύπον, καμπτόμενα υπό το άχθος της παραφόρου ορμής. Η παμπάλαιος οικοδομή, πλήρης ρωγάδων και χασμάτων, εφαίνετο ασθμαίνουσα και αντέδιδε μελαγχολικόν ψόφον διά των κενών κοιλωμάτων της, των ιχνών τούτων του διαβάντος χρόνου.

Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου, όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας ερυθράς της πτέρυγας.

Είχε τρεις ημέρας να φάγη και τρεις ημέρας να κοιμηθή, σωστό τριήμερο. Η όψις του είχε παραλλάξει· το βλέμμα του είχε θολώσει, ως βλέμμα απολέσαντος τον ύπνον. Κανένα δεν ήθελε να ίδη, προς ουδένα ήθελε να ομιλήση. Η σύζυγός του, περίλυπος, εκάθητο ένδον, εν τη αιθούση, έχουσα ημίκλειστον την θύραν του εξώστου και προσέχουσα πάντοτε τον μελαγχολικόν σύζυγόν της. — Τι κακό που μ' ηύρε!

Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του. Τι θέλετε; να μάθετε τι ώρα είνε; — Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά πίσω. — Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . .

Η ωχρά μορφή, οι ρεμβώδεις οφθαλμοί, το μελαγχολικόν εκείνο στοιχείον εν όλη αυτού τη υπάρξει, οι διαλείποντες πυρετοί, η αδιαλείπτως φθίνουσα υγεία του ώφειλον να με κάμουν να το μαντεύσω. — Λοιπόν ο Κιαμήλης αγαπά χωρίς ν' ανταγαπάται; — Και χωρίς ελπίδα ν' αγαπηθή ποτέ! εστέναξεν η μήτηρ αυτού. Διότι η σκύλα είναι πανδρεμένη πλέον. — Α! είπον, αυτό δεν μ' αρέσκει.

Τω όντι ο Βράγγης ως εξήλθεν εκ της κώμης, εστάθη παρά τινα πηγήν εντός ρεύματος, υπό την σκιάν των πλατάνων και ήκουε τον μελαγχολικόν ψίθυρον του ρύακος όπου εσχηματίζετο και καταρράκτης αρκούντως υψηλός. Εξέβαλεν εκ της πήρας τεμάχιον ξηρού άρτου, έβρεξεν αυτό εις την πηγήν και έφαγε. Την αυτήν στιγμήν ενεφανίσθη ο Δαρώτας, και τον εχαιρέτισεν.

Έψαλα το «ο ένσαρκος άγγελος». Εκάθησα επί της πεζούλας. Αγνάντευα εις το μελαγχολικόν φως της σελήνης το χωρίον μας κάτασπρον, κτισμένον επί δύο λόφων και μεσαζούσης κοιλάδος, παραθαλάσσιον, και τον λιμένα τον τρίκολπον, με τα τρυφερά κηπάκια, όπου φαίνονται ως να «εγκαινίζωνται» εις τα φωσφορίζοντα νερά. Μετά τέταρτον ώρας ήκουσα κρότον και βάδισμα αλόγου. Εσηκώθην. Ήρχετο ο Κωσταντής.

Ότε δε ήνοιξαν το παραπέτασμα του παραθύρου, βλέμμα μελαγχολικόν έρριψεν ο γέρων εις τα άνθη και εις τα δένδρα του κήπου του. Και τα μεν άνθη μαραμμένα παρουσιάσθησαν εις τους οφθαλμούς του· κατάχλωμα δε τα φθινοπωρινά φύλλα το έν μετά το άλλο έπιπτον κατά γης. Ούτως, είπε τότε ο γέρων, πίπτουν και οι άνθρωποι από το δένδρον της ζωής, σήμερον ο είς και αύριον ο άλλος.

Αυτόν τον επωνόμασε Βεζύρην μελαγχολικόν, επειδή πάντοτε ήτον σκυθρωπός και μελαγχολικός, και δεν εγελούσε ποτέ του με κανένα τρόπον. Μίαν ημέραν ο Βασιλεύς του ωμιλούσε διά κάποια απόκρυφα, και διά ένα συμβεβηκός εγελούσεν υπερβολικά, που κατά αλήθειαν ήτον άξιον να γελά καθένας. Μα ο Βεζύρης τον άκουε με τόσην σοβαρότητα, που ο βασιλεύς έμεινε θαυμασμένος.

Αυτή βλέποντας το μελαγχολικόν του πρόσωπον, και συγχυσμένον, που σχεδόν δεν ημπορούσε να προφέρη ένα λόγον, του λέγει· από τι προέρχεται η σύγχυσίς σου που σε κυριεύει και η μελαγχολία που φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου; μήπως και είσαι βαρεμένος εις το να ευρίσκεσαι εις την συντροφιά μας με το να μη σου αρέση.