United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την εσπέραν εκείνην, παραμονήν των Χριστουγέννων του έτους 185 . . . δύο παιδιά κατήρχοντο με ζωηρά βήματα το λιθόστρωτον και οι πόδες των, ασυνήθιστοι εις τα πέδιλα τα οποία είχον φορέσει ίσως εκτάκτως την εσπέραν εκείνην, έκαμναν μέγαν κρότον επί των πλακών του εδάφους. Αμφότεροι εκράτουν ελαφράς ράβδους. Ο είς εκράτει φανόν με την άλλην χείρα. Ήτο εβδόμη ώρα. Νυξ αστροφεγγής και ψυχρά.

Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της, ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά τόσον μόνον.

ΧΟΡΟΣ Ξένε μου, ο Ξούθος είν' ακόμα μέσ' στον ναό• δεν πέρασε τον τόπο αυτόν να βγη• μα στάσου, κρότον άκουσα. . .. η πύλες σαν ν' ανοίγουν κάποιος να βγη. . .. Νά, κύτταξε, που ο αφέντης βγαίνει. ΞΟΥΘΟΣ Χαίρε, παιδί μου• ναν' αυτός πρώτος μου λόγος πρέπει. ΙΩΝ Εγώ χαρούμενος, και συ σοφός, έτσι κ' οι δυο μας ευτυχισμένοι θα' μαστε.

Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος, τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα. Και υψώσας ταχέως την χείρα τουθεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη, και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.

Μετά τους κώδωνας θα ηγείροντο αι μοναχαί, θα διέβαινον διά του διαδρόμου, θα συνέρρεον εις τον ναόν, και ήτο δυνατόν ν' ακούση τις αυτόν τον κρότον της σφύρας, ως επίστευεν ο άνθρωπος ούτος, ή και να προκύψη διά τινος θυρίδος να τον ίδη ασχολούμενον εις την ύποπτον εκείνην επιχείρησιν. Εκάθισεν ολίγον επί της σανίδος του, όπως αναπαυθή, και εσκέπτετο τι να κάμη.

Διότι δεν έχεις ούτε ακοήν όπως ακούσης ούτε φρένας όπως νοήσης ούτε φωνήν όπως λαλήσης. Άκουσον, και ας αντηχήσωσιν αι άγνωστοι αύται λέξεις εις τη ερημίαν ταύτην, ας θροήσωσι μετά της αύρας και μετά του θρου των φύλλων, ας ηχήσωσι μετά του άσματος των νυκτερινών πτηνών, ας αναμιχθώσι με τον κρότον του χειμάρρου, με το κελάρυσμα του ρύακος και με τον κικκαβισμόν της ερημικής γλαυκός.

Αντί τούτου είδε την Πηγήν ισταμένην εις την θύραν και σκορπίζουσαν κριθήν εις σμήνος ορνίθων, των οποίων τα ραμφίσματα απετέλουν εις το ξηρόν έδαφος κρότον πιπτούσης βροχής. Ποτέ η Πηγή δεν του είχε φανή τόσον θελκτική, όσον την στιγμήν εκείνην, όπως την περιέβαλλεν η ροδίνη ανταύγεια του δύοντος ηλίου.

Εδώ μέσα είναι η τύχη σας· έλεγε γελών ο γέρων. — Να ήταν τάχα του ξένου; ηρώτησεν η μικροτέρα. — Μπορεί! προσέθηκεν η μήτηρ, γιατί, μου φαίνεται, άκουσα ένα κρότον κούφιον. Ήταν φορτωμένος ένα δισάκκιτον ώμο του. — Αυτουνού θα είνε, επανέλαβεν η μικροτέρα. Να, ένα κομμάτι σχισμένο από το δισάκκι. Πράγματι ην εκεί και ράκος του περιπλακέντος εντός των αγκυλωτών θάμνων δισακκίου.

Διά τινος οπής εκβλύζει υποβρυχίως το νερόν, είτα αναπηδά και αποτελεί κρότον όμοιον με τον της «ματσόλας» ή ξυλίνης σφύρας του καλαφάτη, — ή του «διανάκτου» όπως λέγουν εις τον Β. Ναύσταθμον, — επί των πλευρών επισκευαζομένου πλοίου. Η ματσόλα ή η σφύρα αυτή δεν παύει, ημέραν και νύκτα, ακούραστος, ακοίμητος ν' ακούεται.

Δεν ήτο η συνήθης ώρα, αλλ' ο ατυχής ρασοφόρος είχεν απατηθή. Και ουδέν παράδοξον, διότι εις τον ύπνον του τω εφάνη ότι ήκουσε σφοδρόν κρότον κώδωνος.