United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ της βίας τα θυρόφυλλα της πορτίτσας ανοιγόκλεισαν με κρότον ασυνήθη και οι δύο οδοιπόροι εστράφησαν προς την είσοδον χωρίς να θέλουν.

Εκεί, ενώ ελαγοκοιμάτο μόλις, της εφάνη ότι διήρχετο έξωθεν του κοιμητηρίου, και ακούει φοβερόν κρότον συρράξεως σκληρών σωμάτων. Ύψωσε τους οφθαλμούς και βλέπει τα κόκκαλα των νεκρών ορθά, σηκωμένα επάνω, κινούμενα, τα βλέπει να συνταράσσονται και να κτυπώνται αμοιβαίως. Η ωλένη εκτύπα την ωλένην, ο βραχίων τον βραχίονα, η περόνη την περόνην, η πλευρά την πλευράν, ο σπόνδυλος τον σπόνδυλον.

Τα αγκυλωτά κλαδία, άτινα εν τη λόχμη διηγκύλονον τας άκρας του στρατιωτικού του ιματίου και το όπισθεν κρεμάμενον βαρύ μέρος της εφθαρμένης πείρας, εξελάμβανεν ως τας σατανικάς χείρας των κακοποιών πνευμάτων, αίτινες απειροπληθείς, μακραί κ' αιχμηραί ημιλλώντο περί της συλλήψεώς του, η μία αφίνουσα αυτόν και η άλλη λαμβάνουσα ατελευτήτως κατά διαδοχήν κ' εθραύοντο κατά την αγωνιώδη διάβασιν τα ξηρά τσαρπάλια κ' εκρότουν αγρίως και τον κρότον εκείνον εξελάμβανεν ως την φοβεράν φωνήν των φαντασμάτων.

Εκείνος, ωσάν τώρα να συνήλθε, έσφιγξε δυνατά το χέρι του φίλου του, ενώ ησθάνετο ότι η συγκίνησις τον έπνιγε, και ανήλθε τρέχων εις το κατάστρωμα. Μεγάλον κρότον έκαμε, ενθυμούνται πολλοί, ο γάμος του καπετάν Γιάννη με την αδελφήν του Αντωνέλλου ολόκληρον εβδομάδα διεσκέδαζαν και πράγμα παράξενο, ο Αντωνέλλος έκαμνε τον μεγαλείτερον θόρυβον. Τα σχόλια όμως του κόσμου δεν είχαν τελειωμόν.

Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον.

Και έμεινεν επί τινας στιγμάς σιγών, ακίνητος, βλέπων προς τον υπό τους πόδας του καταφερόμενον καταρράκτην. Ο Βράγγης συνέχων την αναπνοήν του, ήκουεν, έβλεπεν, ηπόρει, εσίγα. Ο άγνωστος έστρεψεν αίφνης προς τα οπίσω την κεφαλήν. Είχεν ακούσει ελαφρόν τινα κρότον, ον απετέλεσαν βεβαίως τα φύλλα υπό του ανέμου σειόμενα. Ηκροάσθη επί πολύ. Είτα επανέλαβε τον μονόλογόν του.

Αλλ' ενώ έλεγε ταύτα εσταμάτησεν αιφνιδίως, αφήκε την κεφαλήν του να καταπέση και εφάνη ως να ήθελε ν' ακούση ένα κρότον τον οποίον δεν ηδυνάμην εγώ ν' ακούσω. Είτα ανετινάχθη, παρετήρησε δεξιά και αριστερά και εψιθύρισε τους στίχους του Επισκόπου του Τσιστέστερ: «Εκεί κάτω θα με περιμένης! Θα σπεύσω να σε ανεύρω εις την βαθείαν αυτήν κοιλάδα».

Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.

Άκουε!... Έτοιμα εκεί τα είχα τα μαχαίρια, Αδύνατον να μη τα ιδή! — Μ' εφάνη 'σάν να βλέπω εμπρός μου τον πατέρα μου εκεί που εκοιμάτο, αλλέως εγώ μόνη μου το έκαμνα!... Ο Μάκβεθ! ΜΑΚΒΕΘ Τετέλεσται! — Δεν ήκουσες κανένα κρότον; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μόνον της κουκουβάγιας την φωνήν και την βοήν των γρύλλων. Δεν ήσο συ που 'φώναξες; ΜΑΚΒΕΘ Αι; Πότε; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τώρα! ΜΑΚΒΕΘ Τώρα; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μάλιστα!

Και γιατί μου τα λέγεις αυτά, μπάρμπα Σταυρή; Παρετήρησε πειραγμένος ολίγον ο Σπύρος. — Ο νοών νοείτω! απήντησεν ο Ξυλοπόδαρος κτυπήσας με κρότον εις την γην τον ξύλινον πόδα του.