United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Φραγκογιαννού μετά προσπαθείας, ψάξασα με τους πόδας εις το νερόν, ανεύρεν επί της μεσημβρινής πλευράς το στόμιον της στέρνας, το φραγμένον διά πλατείας σανίδος με υψηλήν ως κοντάριον λαβήν, και πατήσασα τον ένα πόδα επί της εσοχής εκείνης του τοίχου ανήλθε μετά κόπου εις την κρηπίδα όλη σταζουσα. — Είδες! Δεν το εσυλλογίστηκα! ανέκραξεν επιδεικτικώς η Φραγκογιαννού.

Καίτοι Βορειοδυτικός ο άνεμος, Γραίος, υπεβοήθει εκ πλαγίου το ιστίον, διότι ο μπάρμπα-Διόμας έδιδε βορειοδυτικήν εις την λέμβον διεύθυνσιν. Αλλ' ο πώλος, όστις έβοσκεν ησύχως το χόρτον του και δεν εφαίνετο ν' ανησυχή πολύ περί του διάπλου, αίφνης εσήκωσε τον πόδα, έδωκεν άτακτον λάκτισμα εις την σανίδα . . . και το &μαδέρι& της ευθραύστου και υποσάθρου λέμβου διερράγη.

Όταν εφθάσαμεν εις την λίμνην, παρ' ολίγον να μη δυνηθώμεν να περάσωμεν• διότι το πλοιάριον ήτο ήδη γεμάτον και ανεδίδετο εξ αυτού θρήνος, καθότι οι επιβάται του ήσαν όλοι τραυματίαι και είχον άλλος μεν τον πόδα, άλλος δε την κεφαλήν και άλλος άλλο μέλος του σώματος πληγωμένον. Φαίνεται ότι ήρχοντο από κάποιον πόλεμον.

Γιατί δε θέλω, απήντησεν ο νέος κτυπών τον πόδα εις το έδαφος. Δε μ' αρέσει. Θες άλλο; Μετά μίαν δε στιγμήν είπε: — Δεν τήνε θέλω, γιατί 'χει μουστάκια. Είντα, κιοι δυο θάχωμε μουστάκια, να μη ξεχωρίζη ποιος είνε ο άντρας και ποια 'ν' η γυναίκα; Έπειτα έφυγε μη θέλων ν' ακούση πλέον τίποτε.

Έχεις δε και άνθρωπον επιτηδειότατον να σοι εκθέση την κατάστασιν της Ελλάδος και να σε καθοδηγήση. Ο άνθρωπος ούτος είναι ο θεραπεύσας τον πόδα σου.» Ο δε Δαρείος απεκρίθη·

Ίσως όμως δεν θα θανατώση τον εαυτόν του με την βίαν· διότι λέγουσιν ότι δεν επιτρέπεται τούτο από τον νόμον. Και συγχρόνως, ενώ έλεγε ταύτα, κατεβίβασε τον πόδα του από την κλίνην εις την γην και αφού εκάθισεν, από τότε ούτω πως συνωμίλει.

Ο άνθρωπος έλαβε τα εργαλεία του, επάτησε στερρώς επί της κατωτέρας οπής και στηριχθείς επί του τοίχου εισήγαγεν εις τας δύο υψηλοτέρας οπάς τα δύο ξύλα, και έθηκεν επ' αυτών την σανίδα. Αφού δ' εστερέωσε το σύνολον, ανερριχήθη τολμηρώς και μετ' ευκινησίας εις τα άνω, και επάτησε τον πόδα επί του ούτω σχηματισθέντος ικρίου.

Και εξηγήσας εις τον Σπύρον όλα πάλιν εκ νέου, τακ-τακ, έλαβε πάλιν τον ξύλινον πόδα του και τα δύο ξύλινα ραβδία του και απήλθεν ειπών προς τον ανεψιόν του: — Πάρε τώρα μια ροκάνα και γύριζε.

Ενώ δε ημέραν τινά ανεπαύετο ο δραπέτης Ανδροκλής υπό την δροσεράν σκιάν σπηλαίου τινός, έντρομος βλέπει λέοντα εισερχόμενον εντός του σπηλαίου. — Τετέλεσται! είπε τότε καθ' εαυτόν, και απνευστί επερίμενε την στιγμήν, καθ' ην επρόκειτο να κατασπαραχθη υπό του τρομερού θηρίου. Αλλ' ο λέων χωλαίνων πλησιάζει ησύχως τον Ανδροκλήν, και υψόνων τον πόδα του δεικνύει αυτόν, ως να εζήτει βοήθειαν.

Αλλά και ουδέποτε έτεινε την δεξιάν της προς χειραψίαν, αλλά πάντοτε υψηλά προς ασπασμόν, ουδ' εκάθιζέ ποτε χωρίς πρώτον ως εκ απροσεξίας να δείξη και έπειτα να σκεπάση μετά προσοχής τον πόδα, και πλειστάκις, ουδενός μελετώντος επίθεσιν, ελάμβανεν ήθος αμυνομένης. Περί δε του κ.