United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μεν Βρασίδας μετά του πολλού στρατού ευθύς ετράπη προς τα υψηλότερα μέρη της πόλεως, θέλων να κυριεύση αυτήν μετ' άκρας ασφαλείας και βεβαιότητος· ο δε άλλος στρατός διεσπάρη ομοίως εις πάντα τα μέρη.

Είμαι άραγε παράφρων εγώ, διότι κακήν άπαξ απόφασιν λαβών μετεμελήθην ύστερον φρονιμώτερον σκεφθείς ; ή μήπως συ μάλλον παραλογίζεσαι θέλων ν' ανακτήσης άπιστον σύζυγον, την οποίαν πρέπει να ευχαριστής τον θεόν ότι σου την αφήρεσεν; Εάν ώμοσαν τότε τον Τυνδάρειον όρκον οι ερωτόληπτοι μνηστήρες, δεν το έπραξαν βέβαια ούτε διά της ιδικής σου ενεργείας ούτε προς χάριν σου· το έπραξαν διότι έκαστος ήλπιζε δι’ εαυτόν.

Ιδού πώς συνέβη το κακόν. Κατά την τελευταίαν βόλταν ο Γεωργάκης εκ της πολλής χαράς ότι έφθασεν εις την πατρίδα του και θέλων ν' αράξουν μια ώρα προτήτερα, βλέπων ότι ο πλοίαρχος δεν τα εγύριζεν, ελησμόνησεν εξ αφαιρέσεως με ποιον είχε να κάμη κι' εφώναζε. — Τι κάνεις, καπετάν Κωνσταντή;

Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση: — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης.

Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων εις την γλώσσαν άνθρωπος, είπεν• Ο βασιλεύς μ' ετίμησε με την Ρωμαϊκήν πολιτείαν, θέλων να είπη με την Ρωμαϊκήν πολιτογράφησιν. Ο δε Δημώναξ του είπεν• Είθε να σ' έκαμνε μάλλον Έλληνα παρά Ρωμαίον.

Οι πεθαμμένοι τρώνε κόλλυβα, εγώ το ξέρω, προσέθηκε το Καλλιοπώ, η δωδεκαέτις μικρά αδελφή της· και γι' αυτό, ημείς στο σπίτι όσα κόλλυβα μας φέρουνε, όλα τα μοιράζουμε ςτους φτωχούς και στα παιδιά τα γειτονόπουλα, για να έχη η μάννα μας, η φτωχή, να φάη ςτον άλλον κόσμο... — Σιωπή, Καλλιοπώ! είπεν ο ιερεύς, θέλων να κρύψη την συγκίνησίν του.

Και πρώτον έφθασε πλησίον του περιτειχίσματος, εντός του οποίου είχε περιλάβει την πόλιν ο Βρασίδας, ο οποίος θέλων να περικλείση το προάστειον εντός έρριψε μέρος του παλαιού τείχους και εσχημάτισεν εκ του όλου μίαν πόλιν. Ο Λακεδαιμόνιος άρχων Πασιτελίδας και η φρουρά πού ευρίσκετο εκεί έτρεξαν προς υπεράσπισιν του περιτειχίσματος και αντέστησαν εις τους Αθηναίους οι οποίοι ήρχισαν την επίθεσιν.

Και οπόταν ούτος έστρεφε προς αυτούς, θέλων να κάμη ευληπτοτέρας τας λέξεις του, τον περιέβαλλον με βλέμμα πλήρες θρησκευτικού σεβασμού, ως να ήτο ο ίδιος εφευρέτης κ' εθαύμαζον την γονιμότητα του πνεύματός του, μετά τινος ζηλοτύπου μερίμνης διότι ήτο κύριος τοιούτου πράγματος!. . Και μικρόν κατά μικρόν αι φυσιογνωμίαι των χωρικών όλων εχωρίσθησαν εις τόσους καθρέπτας των ψυχικών εντυπώσεων εκάστου.

Ελθών δε με σπουδήν μετά Χαλκιδέων πρέσβεων εις την Λακεδαίμονα, διά να απολογηθή εν περιπτώσει κατά την οποίαν ο Ισχαγόρας ήθελε τον κατηγορήσει επί απειθεία και συγχρόνως θέλων να μάθη αν ήτο δυνατόν να μεταβληθή η συνθήκη, και ευρών την συνθήκην ταύτην επισφραγισμένην, αυτός μεν ανεχώρησεν αμέσως σταλείς υπό των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι τον διέταξαν ρητώς να παραδώση την πόλιν, ή τουλάχιστον να εξαγάγη όλους τους Πελοποννησίους όσοι ήσαν εντός.

Όλοι εγέλασαν με το ανέκδοτον, διέφυγε δε μία έκρηξις γέλωτος και εκ του στόματος του Μανώλη· και επειδή όλων τα βλέμματα είχον στραφή προς αυτόν, η αμηχανία του εκορυφώθη και συνεστρέφετο επί της καθέκλας, ως θέλων να τρυπήση την γην, διά να κρυβή μετά της εντροπής του. Τούτο όμως δεν ημπόδιζε ν' αναγνωρίζη ενδομύχως ότι είχε πολύ δίκαιον ο νέος εκείνος.