United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενώ δε οι λοιποί παίδες ανέμενον με αρπακτικάς διαθέσεις περί αυτούς, πότε να τα διαβάση ο εφημέριος τα κόλλυβα να διανεμηθώσι, πολλάκις δε καυγάς συνήπτετο μεταξύ εκείνων και της νεωκόρουμιας χωλής γραίας ήτις, ως ασπίδα κρατούσα μέγιστον ζεμπίλι, τα επροστάτευε, μη διαρπαγώσιν αδιάβαστα, εγώ, μετά δέους έβλεπον τους στολισμούς των τους κομψούς, τα άνθη των τα βαρακωμένα και τα σταυρούς και κυπαρίσσους παριστώντα επ' αυτών τρωγάλια.

Άλλοτε πάλιν εξεχνούσε πώς αυτός είχε κλειδώσει και εκράτει το κλειδί, και επιστρέφων από τον εσπερινόν, εκτύπα την θύραν καλών: — Άνοιξε, Κουκκίτσα! Την πρώτην παρασκευήν, το δειλινόν, εκεί οπού εδιάβαζεν εις το δωμάτιόν του και ήρχοντο αι ενορίτισσαι να του φέρουν προσφοραίς και κόλλυβα, εφώναζεν ο παπά-Κονόμος: — Κουκκίτσα! Έβγα να πάρης τα κόλλυβα! Αι ενορίτισσαι έκπληκτοι εσταυροκοπούντο.

Θέλησε να πάρη ψυχοκόριτσο έν' αρφανό, πού κανείς δεν ήξερε τον πατέρα του. Επειδή όμως ήτον πολύ αράθυμη, και όταν θα θύμωνε, θα φώναζε το κορίτσι «μπαστάρδικο!», για να μην κολάζη την ψυχή της, έκαμε καλύτερα να το διώξη, ύστερ' από τρεις 'μέραις αφού το πήρε στο σπίτι της. Καμπόσες φορές είχε κάμη κόλλυβα και λειτουργιές για τους πεθαμμένους.

Αυτά τα Σάββατα πιστεύει ο Λαός, ότι βγαίνουν οι πεθαμένοι από τον Κάτω-Κόσμο, και περιφέρονται αόρατοι στα μέρη, που έζησαν, γι’ αυτό κι’ ο κόσμος φκιάνει κόλλυβα για τους πεθαμένους του. Πιστεύει ακόμα, ότι τα κόλλυβα αυτά τα τρων οι πεθαμένοι και μόνο νομίζομε, ότι τα τρώμε εμείς και ότι εκείνοι οι πεθαμένοι, που δεν έχουν δικούς να τους φκιάνουν κόλλυβα, μένουν νηστικοί.

Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .

Του ήλθεν ως εντροπή· και έκτοτε δεν επάτησεν εις την θάλασσαν, αλλ' αφιερώθη εις την υπηρεσίαν της Εκκλησίας αποκτήσας την αγάπην των εφημερίων, των επιτρόπων και των ενοριτών. Ιδίως όμως τον ηγάπησαν τα μικρά παιδία, διότι τόσον καλά και με τόσην τάξιν εμοίραζε προς αυτά τα κόλλυβα ο «Ολλαντέζος», ώστε έπαιρναν όλα με ησυχίαν. Και διά τούτο και τον εσέβοντο, τηρούντα σιωπήν απόλυτον εν τω ναώ.

Ούτως ο μέγας και ευώδης μπακλαβάς του Χρυσού, δι' ον συνήνωσαν την τέχνην των αι αβρότεραι χείρες και τα λεπτότερα αρώματα, αφού εκοπίασε δι' αυτόν η ευώδης εκείνη κόρη, αντί να προκαλή την χαράν την μελιτώδη κ' ευφραίνουσαν, και να κομίζεται με βιολιά και με άσματα, προεπέμπετο δι' επιφωνημάτων κ' εκφράσεων πένθους, ως να ήσαν τα κόλλυβα του Χρυσού και όχι τα φαιδρά του υμεναίου της προμηνύματα.

Ο παπά Θεόφιλος, ο μακαρίτης ηγούμενος της Μεγαλόχαρης της Ευαγγελίστρας, το ίδιο μας έλεγε, για έναν που τον είχαν όλοι για πεθαμμένον, που η γυναίκα του τού έκαμε τα τρίμερα και τα νιάμερα, και ο Άγγελος Κυρίου έπαιρνε το πιάτο με τα κόλλυβα, καθώς ήταν σταυρωμένο με της σταφίδες και με τα ρόιδα και το επήγαινε εις τον πλακωμένον κ' έτρωγε, δεν ξέρω πόσαις μέραις, κι' ανάσαινε από μια τρύπα της γης, θαρρώ, ως που ο άνθρωπος δεν απέθανε, κ' εσήκωσε το μάγγανο, και τον ξελευθέρωσεν, δεν είνε αλήθεια αυτό παπά;

Εν Αθήναις είνε πολλοί τοιούτοι φίλοι. Φίλοι των οδών και της αγοράς. Ως υπάρχουσι και πολλοί άνδρες, ους εκλαμβάνει τις ως αγάμους, διότι ουδέποτε δρώνται δημοσία μετά των συζύγων των. — Εκεί οπού εσήκωνα το ποτήρι μου να πιω εις υγείαν του κυρ-Στρατή, ανακαλύπτω επί τινος ραφίου, υψηλά ολίγον, πέραν επί του τοίχου, πινάκιον με κόλλυβα.

Οι άλλοι έτρωγον κ' έπινον. Αλλ' η καρδία μου έτρεμεν ήδη ως πουλάκι εις το κλουβί. Ίνα αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από του ενός τοίχου, οπού εκείτο το πινάκιον με τα κόλλυβα και από του άλλου, οπού εκρέματο ο νεκρικός στέφανος, απεφάσισα να κυττάζω προς την οροφήν.