United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά τα Σάββατα πιστεύει ο Λαός, ότι βγαίνουν οι πεθαμένοι από τον Κάτω-Κόσμο, και περιφέρονται αόρατοι στα μέρη, που έζησαν, γι’ αυτό κι’ ο κόσμος φκιάνει κόλλυβα για τους πεθαμένους του. Πιστεύει ακόμα, ότι τα κόλλυβα αυτά τα τρων οι πεθαμένοι και μόνο νομίζομε, ότι τα τρώμε εμείς και ότι εκείνοι οι πεθαμένοι, που δεν έχουν δικούς να τους φκιάνουν κόλλυβα, μένουν νηστικοί.

ΑΓΟΡ. Και τι φρονείς περί των ωραίων παιδιών; ΣΩΚΡ. Η αγάπη των πρέπει να είνε η αμοιβή των εναρέτων ανδρών και των ανδραγαθούντων. ΑΓΟΡ. Ωραία αμοιβή. Η δε σοφία σου εις τι κυρίως συνίσταται; ΣΩΚΡ. Εις τας ιδέας και εις τα παραδείγματα των όντων• διότι πάντα όσα βλέπεις, η γη και τα υπάρχοντα επί της γης, ο ουρανός και η θάλασσα, έχουν εικόνας αι οποίαι στέκονται αόρατοι έξω των όλων.

Ούτος ουν άλλα τε πολλά κεκαινοτόμηκεν, έν δε και μέγιστον τόδε: Εβούλετο γαρ την επί των ειδώλων λατρείαν μεταστήσαι τους Έλληνας. Οι δ' έφασαν αυτόν τοις δαίμοσιν ομιλείν, και πονηρών πνευμάτων επιφοίτησιν υφίστασθαι. Οι γαρ δαίμονες, είπερ αληθώς εισί τινες, δήλον ότι αόρατοι και άυλοι τυγχάνουσι.

Όταν δε έφθασεν εκεί όπου ζουν αι Γοργόνες, φαίνεται ότι τας εύρε να κοιμώνται και κόψας την κεφαλήν της Μεδούσης επέταξε και έφυγε. ΙΦ. Και πώς τας είδεν αφού είνε αόρατοι; Και, αν συμβή να τας ίδη κανείς, δεν βλέπει πλέον τίποτε άλλο.

Εάς κανείς έδιδεν εις αυτούς τον δακτύλιον του Γύγου, τον οποίον να φορούν και να γίνωνται αόρατοι, ή τον πίλον του Πλούτωνος, είμαι βέβαιος ότι θα εγκατέλιπον ευχαρίστως τας κακοπαθείας και θα έτρεχον προς την Ηδονήν, μιμούμενοι όλοι τον Διονύσιον, ο οποίος μέχρις ου ασθενήση ήλπιζεν ότι θα τον ωφέλουν αι περί της καρτερίας διδασκαλίαι• αλλ' όταν ησθένησε και κατελήφθη υπό αλγηδόνων και ησθάνθη την πραγματικότητα του πόνου, είδεν ότι το σώμα του είχεν εναντίας προς την Στοάν φιλοσοφικάς γνώμας και δόγματα και εις αυτό μάλλον παρά εις τους Στωικούς επίστευσε και ενόησεν ότι ήτο άνθρωπος και είχεν ανθρώπινον σώμα.

Προς το βράδυ ο ουρανός ξεκαθάριζε, όλο το ασήμι των ορυχείων του κόσμου μαζευόταν σε μπλοκ και σε σωρούς στον ορίζοντα∙ αόρατοι εργάτες το δούλευαν, έχτιζαν σπίτια, κτίρια, ολόκληρες πολιτείες, κι αμέσως μετά τα χαλούσαν και ερείπια, ερείπια άσπριζαν τότε μες στο δειλινό, σκεπασμένα με χρυσή βλάστηση, με ροδόχρωμους θάμνους∙ περνούσαν κοπάδια από γκρίζα και μαύρα άλογα, ένα σημάδι κίτρινο έλαμπε πίσω από ένα διαλυμένο κάστρο και έμοιαζε να είναι η φωτιά κάποιου ερημίτη ή κάποιου ληστή που είχε καταφύγει εκεί πάνω: ήταν το φεγγάρι που έβγαινε.

ΠΡΟΣΠ. Καλά τους έκαμες, πουλί μου· στάσου ακόμα στην αόρατη μορφή σου· φέρε από το σπίτι μου τα παλαιά ρούχα, δόλωμα να πιασθούν οι κλέφτες. ΑΡΙΕΛ. Τρέχω, τρέχω. Έλα, κρέμασ' τα από τούτο το σχοινί. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ και ο ΑΡΙΕΛ μένουν αόρατοι. Μπαίνουν ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ, ο ΣΤΕΦΑΝΟΣ και ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ, όλοι βρεμμένοι.

Από τους βραχίονάς της, τους πόδας, τα ενδύματά της ανέθρωσκον σπινθήρες αόρατοι οι οποίοι επυρπόλουν τους άνδρας. Μία άρπα αντήχει. Το πλήθος την ανευφήμει. Χωρίς να κάμψει τα γόνατά της χωρίζουσα τας κνήμας της, έκυψε με τόσην τέχνην ώστε η σιαγών της έψευσε το δάπεδον.