United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη, η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην• τώρα δοξάζεται ως θεάτα βάθη της θαλάσσης• 335 τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταντα κύματα, ελεήθη, και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε, καιτην πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε•

Τώρα θα τον πιάσω με κομμάτι ψημένο τυρί. — Να το χειρόφτι μου. Θα το ρίξω εις τα μούτρα ενός γίγαντος! — Τι έγιναν οι στρατιώται μου;... Α! Πώς επέταξε το πουλάκι! 'Σ το σημάδι, 'ς το σημάδι!... Αι, συ, το σύνθημα! ΕΔΓΑΡ Μαντζουράνα. ΛΗΡ Καλός! Πέρνα! ΓΛΟΣΤ. Την γνωρίζω αυτήν την φωνήν.

Με φεύγουν και αυτά διότι είμαι άσχημον, είπε το παπί, και έκλεισε τα μάτια του και επέταξε να φύγη ακόμη μακρύτερα, και έφθασεν εις ένα βάλτον, όπου εκατοικούσαν αγριόπαπιαι. Εκεί επέρασεν όλην την νύκτα κουρασμένον και καταλυπημένον. Την αυγήν αι αγριόπαπιαι εξύπνησαν και είδαν τον νέον σύντροφόν των. — Τι μέρος λόγου είσαι, το ηρώττησαν.

Κρύψε με από του θεού το βλέμμα, διότι θα κεραυνοβολήση τον αντάρτην. . . Σιωπάς;. .! Με ανεγνώρισες τώρα και έκπληκτος θεωρείς το δημιούργημά σου το μωρόν, το οποίον ετάνυσε πτέρυγας και επέταξε προς τον κόσμον πλήρες ζωής, αλλ' επανήλθεν εξ αυτού συρόμενον, και γεμάτον από θάνατον και χλεύην!. . Ιδού η Χ ρ υ σ ή Δ ι α θ ή κ η σου· την ρίπτω και πάλιν προ των ποδών σου.

Κουκουβάγια!... Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!... έκαμε κ' επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι.

Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή που επάγωνε το αίμα. — Κουκουβάου!... κουκουβάουβάου!...

Και εν τοσούτω εκείνος ο οποίος θα ενόμιζεν ως μη αληθινούς τους γελοίους τούτους μύθους, αλλ' ορθώς σκεπτόμενος θα έκρινεν ότι είνε άξιον ηλιθίων, ως ο Κόροιβος ή ο Μάργιτος να πιστεύουν ότι ο Τριπτόλεμος επέταξε με άρμα συρόμενον υπό δρακόντων πτερωτών ή ότι ο Παν μετέβη εξ Αρκαδίας διά να βοηθήση τους Μαραθωνομάχους ή ότι η Ωρείθυα ανηρπάγη υπό του Βορρά, θα εθεωρείτο ασεβής και ανόητος, δυσπιστών εις τόσον πρόδηλα και αληθή πράγματα• τόσον επικρατεί το ψεύδος.

Καλή Νεράιδα, της λέγει επί τέλους, κάμε με πεταλούδα, θέλω να πετάξω και δεν ημπορώ! Και από την πολλήν της επιθυμίαν παρ' ολίγον να σπάση, τόσον είχε λυγίσειτο κλαδί της. Η Νεράιδα πολύ σοβαρά την άγγιξε, διά να την στηρίξη· ας γίνης πεταλούδα! Μόλις το είπε και μία ζωηρά ολοκέντητη πεταλούδα επέταξετον κήπον, ανέβη επάνω εις τις ανθισμένες πασχαλιές.

Εκείναι αι ελπίδες αι ευόνειροι, με τας οποίας ως με χρυσά πτερά επέταξε κ' ευρέθη μίαν ημέραν εν Αθήναις, εν μέσω του κλεινού άστεως, το οποίον τόσον λευκόν και τόσον φωτεινόν εν τω χωρίω της ωνειρεύετο η Θωμαή, η χωρική, περιέπον τον σύζυγόν της, τον ποθητόν Λαλεμήτρον της, μέσα εις τα φώτα και την χαράν, να μη του φαίνεται πικρά η ξενιτεία, και διά τον οποίον πάντοτε έλεγεν, η αθώα σύζυγος, ας ανατέλλη ο ήλιος και ας μη την φωτίζη αυτήν, — εκείναι όλαι αι ελπίδες πάλιν ήρχισαν μία-μία, ενωρίς να μαραίνωνται και να πίπτωσι καλυπτόμεναι από την σκοτεινήν τέφραν του πένθους πάλιν και της απογνώσεως, ως τα πτωχά δενδρύλλια των οδών και πλατειών του ιοστεφάνου άστεως, υπό την ρυπαράν του κονιορτού σινδόνα, όστις ουδέποτε τ' αφίνει, τα πτωχά, να ζήσωσιν ολίγον, να πρασινοβολήσωσι.

Καλλίτερα να με σκοτώσουν αυτά, παρά να με δαγκάνουν πάπιαι, να με κτυπούν όρνιθες, να με σπρώχνη η επιστάτρια του ορνιθώνος, και να ψοφώ τον χειμώνα από το κρύον και την πείναν. Και επέταξε και έπεσεν εις το νερόν και ήρχισε να κολυμβά. Οι κύκνοι άμα το είδαν ήνοιξαν τα πτερά των και εκολύμβησαν προς αυτό. Σκοτώσατέ με, είπε το κακόμοιρον. Και έσκυβε τον λαιμόν του ωσάν να επερίμενε τον θάνατον.