United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφάνη η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και ο σεβαστός Αλκίνοος εγέρθη από την κλίνη• εγέρθη και ο πορθητής, ο θείος Οδυσσέας• και ο σεβαστός Αλκίνοος εκείνον ωδηγούσετην αγορά, 'που οι Φαίακες είχαν σιμάτα πλοία. 5 ήλθαν κ' εκάθισαν μαζήτους στιλβωμένους λίθους. και ωμοιώθη προς τον κήρυκα του φρόνιμου Αλκινόου η Αθηνά, κ' εγύριζε την πόλι, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρητην πατρίδα• τους άνδραις επλησίαζε, του καθενός ωμίλει• 10 «Εμπρός, πηγαίνετε, αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 'ς την αγορά ν' ακούσετε τον ξένον, 'που 'λθε τώρα νεόφερτοςτα δώματα του φρόνιμου Αλκινόου, ριμμένος από τρικυμιά, και των θεών ομοιάζει».

Και ο Δίας της απάντησεν, ο νεφελοσυνάκτης• «Τέκνον, ποιος λόγος σού 'φυγε των οδοντιών το φράγμα! να λησμονήσω εγώ ποτέ τον θείον Οδυσσέα, 65 οπού πρωτεύει των θνητώντον νου και για τα δώρα, 'που των θεών επρόσφερνε των ουρανοκατοίκων; αλλ' ο γεωφόρος έχει του χολήν ο Ποσειδώνας άσπονδη, 'πώσβησεν αυτός του Κύκλωπα το μάτι, του ισόθεου Πολύφημου, 'που εις όλους μέγας είναι 70 τους Κύκλωπαις, κ' η Θόωσα τον γέννησεν, η κόρη του Φόρκυνα, της άγριας της θάλασσας κυρίου, αφούτα σπήλαια πλάγιασε σιμάτον Ποσειδώνα. ιδού γιατί τον Οδυσσηά ο σείστης Ποσειδώνας δεν θανατόνει, αλλά μακρυά τον σπρώχνει από την γην του. 75 αλλ' ελάτ' όλοι, ας εύρουμε το πώς θε να επανέλθη εκείνοςτην πατρίδα του• θα παύση την οργή του ο Ποσειδώνας άσφαλτα, και δυνατόν δεν είναιόλους ενάντια τους θεούς να πολεμήση μόνος».

Τόν είδεν η καλόφτερνη Ινώ, του Κάδμου κόρη, η Λευκοθέα, πριν θνητή με γλώσσαν ανθρωπίνην• τώρα δοξάζεται ως θεάτα βάθη της θαλάσσης• 335 τον Οδυσσηά, 'που εδέρνονταντα κύματα, ελεήθη, και εις ώφυιας σχήμα επέταξε και από τα βάθη εβγήκε, καιτην πολύδεσμη πλωτήν εκάθισε και του 'πε•

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη. ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει, ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115 μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει. αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης• μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη, μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας μόνον εμέ, και μ' άφησετο σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120 όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα• ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125 και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν. αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν• τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130 ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο. εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».

Και εις του Οδυσσηά το μέγαρο κατέμπροσθε οι μνηστήρες 625 με δίσκους διασκέδαζαν, και ρίχνοντας ακόντια, 'ς την στρωτήν γην, όπου απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. και των μνηστήρων οι αρχηγοί καιτην ανδρεία πρώτοι, ο Αντίνοος και ο θεόμορφος Ευρύμαχος, καθόνταν. 'ς αυτούς ήλθε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου, 630 και αυτού προς τον Αντίνοον ωμίλησ' ερωτώντας•

Αυτά 'πε κ' εδιάλυσε την σύνοδο μ' ασπούδα• κ' εκείνοι εδιασκορπισθήκανσπίτια τους καθένας• και 'ς τ' Οδυσσηά τα δώματα κίνησαν οι μνηστήρες, εσύρθηκε ο Τηλέμαχος μακράν εις τ' ακρογιάλι, 260 με άρμη εχερονίφθηκε κ' εύχονταν της Αθήνης•

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•