United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει φονικό να κάμης, που πικρό θε να ’χη τον καρπό, γιατί ’ναι ασυγχώρητο το αίμα τ’ αδερφικό. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Γιατ’ η κακιά κατάρα του καλού πατρός μου μου λέει, καθώντας δίπλα μου μ’ άκλαυτα μάτια πως κέρδος μια ώρ’ αρχύτερα θε να ’ναι ο χάρος.

Δεν θέλει να βλέπη τίποτα σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του. — Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι. Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν καθόλου τι γίνονται.

Τράβα να πάμε προς εκεί: αν είνε Τούρκ' ή φίλοι Θα τους ιδούμε από μακρά. — Γυρνάει το καΐκι Κι' αυτός το σπρώχνει προς εκεί. Μεριάζει από τα φύκη, Κ' έρχεταιτην ακρογιαλιά, και τα κουπιά μαζώνει. Βλέπουν εκείθετο γιαλό άνθρωπο να σιμώνη, Και τ' άσπρο το μαντύλι του κουνώντας τους φωνάζει: — Παιδιά! Αν είστε χριστιανοί, ελάτε· μη σας σκιάζει Η παρουσία μου εδώ.

Τα ξένα εκείνα πτώματα δείχνουν ολοφάνερα πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμη, να ερευνήση παντού και όμως δεν τολμά. Κάτι τι μέσα τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει εκεί στ' αχνάρια του. Ο πόθος όμως ισχυρότερος τον σπρώχνει εμπρός, πάει και ψαχουλεύει ένα με το άλλο και τέλος βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του.

Αλλά η Βασίλισσα έπεσε κι' αυτή στα γόνατα μπροστά της και, αγκαλιασμένες, ώρα πολλή έμειναν λιπόθυμες. Δεν είναι η Βραγγίνα η πιστή, είναι ο ίδιος ο εαυτός τους που πρέπει να φοβούνται οι αγαπημένοι. Αλλά πώς θα μπορούσαν η μεθυσμένες καρδιές τους να γίνουν προσεκτικές; Η αγάπη τους σπρώχνει, όπως η δίψα σπρώχνει το ελάφι προς το ποτάμι.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65

Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• «Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, 'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, ότε καρτέρι, εστήναμετην Τροίαν αποκάτω. ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. και ότετην πόλι φθάσαμε καιτο υψηλό της τείχος, αυτού τριγύρωτα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. αλλάτο τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, 'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, νεκρόνολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτοντο νου του ευρήκε 490 αυτός, όπ' ήταν θαυμαστόςτην σκέψι καιτην μάχη• και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• «ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειροςτον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσατο φόρεμά του πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώτον κόσμο εφάνη• τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, καιτα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».

ΜΙΡ. Ημπορούσα να τον ειπώ θεοτικόν, γιατί εις την φύση πράμμα τόσο λαμπρό ποτέ μου δεν είδα. Προχωρεί, βλέπω, καταπού τα σπρώχνει η ψυχή μου. Πνεύμα, εκλεκτό πνεύμα, σ' ελευθερώνω γι' αυτό σε δυο ημέραις.

Δεν ήξερε το γιατί, αλλά μπροστά στη μιζέρια του υπηρέτη ένοιωσε ξαφνικά δυνατός και μοχθηρός. «Σ’ εμένα ρωτάς το «λοιπόν;». Εγώ σου το ρωτάω. Τι καινούργιο υπάρχει που σε σπρώχνει να με ακολουθήσεις; Ήρθες ν’ αγοράσεις κρασί για το γάμο της θείας Νοέμι;» «Να σέβεσαι τις θείες σου! Δε θα τις ξαναδείς πια. Η ντόνα Ρουθ πέθανε

Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 «Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,