United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα πάντα πρώτος να μιλάς σ' αρέσει... μα ντροπής σου... 478 Ζά' ναι, σου λέω, και τώρα ομπρός τα ίδια, του Εβμήλου, 480 σαν πάντα, κι' όρθιος στέκει αφτός τα γκέμια του κρατώνταςΘύμωσε τότε ο αρχηγός των Κρητικών και τούπε «Αία, κορμί φιλόνεικο, κακόγλωσσε, άμε πάρε παράδειγμα απ' τους άλλους νιους, τι ο νους δε σούχει σέβας.

Κι ας πουν για αφτόν μια μέρα 'Αφτός απ' τον πατέρα του πολύ πιο παλικάρι' καθώς γυρνά απ' τον πόλεμο· και ματωμένα ας φέρνει 480 μαζί του λάφυρα, απ' οχτρό που σκότωσε παρμένα, που ναν τον δει η μαννούλα του και να χαρεί η καρδιά τηςΕίπε, και βάζει το παιδί στης γυναικός τα χέρια, κι' εκείνη πίσω τόγυρε στο μυρισμένον κόρφο και πικροχαμογέλασε με μάτια δακρυσμένα.

Κι' ήβρανε το σύντροφο από Τρώες τριγυρισμένο, θάλεγες τσακάλια αιματοφάγα γύρω σε διπλοκέρατη λαφίνα λαβωμένη, 475 π' απάς στα όρη κυνηγό ξεφέβγει πιλαλώντας όσο το αίμα 'ναι ζεστό και την ακούει το γόνα· όμως στερνά όταν η πικρή σαΐτα τη δαμάσει, την τρων μέσα σ' ολόσκιωτο ρουμάνι τα τσακάλια, στ' όρος απάνου· μα άξαφνα λιοντάρι αν φέρει η τύχη 480 νυχάτο, θαν τη χάψει αφτό και τα τσακάλια φέβγουν· τότε έτσι τον ατρόμητο στη μέση τους Δυσσέα Τρώες πολλοί και δυνατοί βαρούσαν, και με τ' όπλο αφτός ορμώντας πάσκιζε να σώσει το πετσί του.

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, 'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480

Είπα, και τότ' εχόλιασε χειρότερα η ψυχή του, 480 και απ' όρος μέγα κορυφήν ξεκόλλησε και πέρα του καραβιού την έρριξεν εμπρόςτην μαύρην πλώρη, εγγύς, ώστ' εκοντόφθασετου πηδαλιού την άκρα• και η θάλασσα εταράχθηκεν ως εποντίσθη ο βράχος. ήλθε το κύμα κ' έφερεν οπίσω τα καράβι 485 απ τ' ανοικτά και προς την γη τ' ανάγκασε να φθάση. κ' εγώ παρέξω τ' άμπωσα μ' ένα μακρύ κοντάρι, και τους συντρόφουςτα κουπιά πρόσταξα ευθύς να πέσουν, να φύγουμε τον όλεθρο, και με την κεφαλήν μου τους ένευα• κ' ερρίχθηκαν αυτοί κ' έλαμναν όλοι. 490 αλλ' ότε διάστημα διπλό πήραμε της θαλάσσης τον Κύκλωπα προσφώνησα και τότε, αν και τριγύρω δεν μ' άφιναν οι σύντροφοι με λόγια μελωμένα• «άνθρωπον άγριον, δύστυχε, τι θέλεις κ' ερεθίζεις; είδες πετριάτην θάλασσα, 'που γύρισε το πλοίο 495 κατά την γην, ώστ' είπαμε 'που αυτού θ' αφανισθούμε. και αν άκουε τότε να ομιλή κάποιον ή να φωνάζη, ταις κεφαλαίς μας θα 'σπανε και τ' άρμενα του πλοίου, με κάποιο μάρμαρο σκληρό• τόσο μακρυ' ακοντίζει».

Τα χέρια και τα πόδια κατόπιν αφού νιφθήκαν, 'ς τον Οδυσσέα γύρισαν και όλ' ήσαν τελειωμένα. τότ' είπ' εκείνος της καλής βυζάστρας Ευρυκλείας· 480 «Θειάφην, ιάμα των κακών, και πυρ φέρε μου, γραία, το δώμα να θειαφίσω εγώ· και συ την Πηνελόπη κάλεσε, και η θεράπαιναις να την ακολουθήσουν· και όλαις ταις δούλαις του σπιτιού κίνησ' εδώ να φθάσουν».

Έτσι με χέρι αφτός βαρύ τον πρόσμενε, θωρώντας 480 το χάρο ομπρός του· μια σπαθιά τού κατεβάζει εκείνος στο σνίχι, και πετάει μακριά κάρα μαζί και κράνο. Οχ τα σφοντύλια πήδηξε τότε όξω το μεδούλι, κι' εκείνος χάμου στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες.

Μοναχά μ' αυτό στο στόμα 475 Διο ημερόνυχτα ακόμα Μες το ίδιο ξεροτόπι Φέρουν γύρα οι στρατοκόποι. Η φοράδα, που αποβλέπει, Τον υγιό της, σ' ό,τι πρέπει, 480 Για καλό του να πεδέψη, Και με τρόπο να ορμηνέψη, Εστοχάστηκε αρκετό του, Για τ' ανέγνωμο μυαλό του, Όσο τότες είχε πάθη, 485 Απατό του για να μάθη·

Κι' έχυναν όλοι τους κρασί οχ τα ποτήρια χάμου, 480 μηδέ πριν τόλμησε να πιει κανείς τους, πριν να στάξει λιγάκι πρώτα του δεινού βροντοτινάχτη Δία. Πλάγιασαν τέλος να χαρούν και μια σταλιά τον ύπνο. Κι' η κροκοστόλιστη η Αβγή φωτούσε κάθε στράτα, κι' έκραξε των θεών βουλή ο βροντορήχτης Δίας ψηλά ψηλά στον Έλυμπο με τις πολλές ραχούλες.

Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480