United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα σήκω μ' όλο το στρατό στον πόλεμο να βγούμε, κι' έτοιμος είμαι εγώ, όταν θες, να δώκω κάθε δώρο 140 που στην καλύβα σου ήρθε εχτές και σούταξε ο Δυσσέας. Ειδέ καρτέρα αν προτιμάς, κιας βιάζεσαι για μάχη, κι' οι παραγιοί απ' το πλοίο μου παν τώρα και τα φέρνουν, και δες τα, κι' έπειτα μου λες, σαν που ποθείς αν είναι

Και ποίον έχεις πράγμα να ευχηθής, Λαέρτη, να μη προσφέρωμεν εμείς πριν το ζητήσης; Κεφαλή και καρδιά τόσο αδελφαίς δεν είναι, τόσο εις το στόμ' αρμόδιον όργανο το χέρι, όσο είναι του πατρός σου ο θρόνος της Δανίας. Τι ποθείς από εμέ, Λαέρτη;

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πώς θά ’τονε να τον ιδώ τον δούλο τούτον; ΙΟΚΑΣΤΗ Εδώ είναι. Μα γιατί ποθείς αυτό το πράγμα; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Φοβούμαι: περισσότερα μίλησ’ από όσο έπρεπε. Ιδού το αίτιον της επιθυμίας. ΙΟΚΑΣΤΗ Γλίγωρα θα ’λθη. Αλλ’ άξιζα κ’ εγώ να μάθω, τι σου βαρύνει την καρδιά σου, βασιλιά μου.

Είπε, τ' αχρείο κρέμασετον ώμο του δισάκκι ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, καιτο κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, 'που τούτον τον αχόρταγοντην πόλι να ζητεύη έπαυσες• ότιτην στερηά θε να σταλή με πλοίο 115τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». Είπαν, κ' εχάρητην ευχήν ο θείος Οδυσσέας. ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• «Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».

Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας «Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω. Σύρε — σ' αφίνωόπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε185 Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε· κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.

Αλλά φοβούμαι την καρδιά σου· μήπως γεμάτη απ' το γλυκύ της ευσπλαγχνίας γάλα τον δρόμον τον σιμότερον να πάρης δεν σ' αφήση! Τα μεγαλεία τα ποθείς, — φιλοδοξίαν έχεις, αλλά δεν έχεις με αυτήν κι' όσην κακίαν πρέπει να έχη ο φιλόδοξος! Με το καλόν το θέλεις εκείνο που επιθυμείς. Το άδικον δεν θέλεις, αλλά το κέρδος τ' άδικον ποθείς να τ' αποκτήσης!

Και απ' τον αγρό να καταιβούντην πόλι ετοιμαζόνταν ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να παςτην πόλι, 185 ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης• αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190 και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».

«Τι 'λθες, Ερμή χρυσόρραβδε, να μ' εύρης, σεβαστέ μου και αγαπημένε; να έρχεσαι συχνά δεν σ' είδα ως τώρα. ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς• και να το πράξω θέλω, αν πράγμα είναι, 'που γίνεται, κ' είμαι αρκετή να πράξω. 90 αλλά προχώρει παρεμπρός να σε φιλοξενήσω».

ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ω καλέ μου Λαέρτη, αν ποθείς να μάθης πώς συνέβη του αγαπητού πατρός σου ο θάνατος, με τούτο η εκδίκησίς σου θέλει εχθρόν ομού και φίλον, πταίστην και αθώον ενταυτώ, να τιμωρήση; ΛΑΕΡΤΗΣ Κανέναν άλλον, μόνον τους εχθρούς του. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Θέλεις να τους μάθης λοιπόν;