United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ή μήπως επειδή σε αφίνω να λες όλες της κουταμάρες που σούρχονται στο κεφάλι και όλες της ανοησίες, που ακούεις εκεί πάνω εις τα σχολεία σας, νομίζεις πως είσαι και εις κατάστασιν να κρίνης καλλίτερα από μένα. Λ έ λ α. Μα μητέρα!... Η κ. Μ ε μ ι δ ώ φ. Τι Μητέρα! Εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνη και τι όχι. Και θα γείνη ό,τι θέλω εγώ! Ο γάμος της Πετρώφ με τον Κώστα πρέπει να γείνη, ο κόσμος να χαλάση.

Σου αφίνω υγείαν, βασιλέα μου, είπε γυρίζοντας προς αυτόν, και πιάνοντάς τον από το χέρι του λέγει· είμαι δυναστευμένη να σε απαραιτήσω, ας είσαι βέβαιος όμως πως μίαν ημέραν θέλομεν ανταμωθή πάλιν, και ανίσως και σε εύρω αγαπητικόν σταθερόν, δεν θέλω λάβει άλλον νυμφίον παρά εσένα. Έτσι λέγοντας αυτή έγινεν άφαντος.

ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά.

Εις εσένα αφίνω την κυβέρνησιν του βασιλείου μου, και κυβέρνησέ το καθώς ημπορείς, διατί εγώ θέλω να απεράσω το επίλοιπον της ζωής μου εις το να κλαίω την γυναίκα μου, και τα δύο μου παιδιά που τα έχασα από αγνωσίαν μου.

Και η «Αθηνά», σκαμπανεβάζοντας στο κύμα, αναστέναζε από τα τρίσβαθα των αρμών της. — Μαζί θα πεθάνωμε, Μοναχάκη. Σιγά-σιγά τους πλάκωσαν τα γεράματα, Στο τελευταίο ταξίδι στη Μαρσίλια, ο Μοναχάκης αρρώστησε. Τον βγάλανε όξω στα σπιτάλια. Οι γιατροί του είπαν να μείνη λίγον καιρό να κυτταχθή. Ο Μοναχάκης δεν τάκουε αυτά. «Την Αθηνά δεν την αφίνω σε ξένα χέρια», έλεγε.

Αφίνω ακόμα διάτα και τόνε βάνω σε όρκο φρικτό εις το όνομα του Θεού, του Χριστού, της Παρθένος, εις τα κόκκαλα των γονηών μας και του αδερφού μας Φιλόθεου, και εξορκίζω τον αδερφό μας Γηώργη, το σταυρό το μαλαματένιο να μην τόνε πειράξη· να τον απιθώση σε μια εκκλησιά να λειτουργιέται και να κάμη κολάγι και τόνε στείλη στην πατρίδα μας του Παπαθανάση να τον απίθώση στην εκκλησιά μας, γιατί άνθρωποι είμαστε και πέφτομε σε λάθο· αυτός ο σταυρός είναι του μακαρίτου αδερφού μας Φιλόθεου και νάχης την ευχή του, Γηώργη μου, να τον φυλάξης.

Ο βασιλεύς που την είχεν ακούσει με όρεξιν, είπεν εις τον εαυτόν του· την αφίνω ακόμη σήμερον να ζήση έως αύριον και όταν ακούσω το τέλος του μύθου, τότε την αποφασίζω εις θάνατον χωρίς άλλο· η διήγησίς της όμως και η ωραιότης της μου αρέσουν υπερβολικά.

Έπεται λοιπόν από όλα αυτά, καθώς ελέγαμεν εις την αρχήν, ότι κανέν πράγμα δεν είναι έν λαμβανόμενον καθ' εαυτό, αλλά γίνεται εν σχέσει προς άλλο τι. Την δε ύπαρξιν πρέπει να την αφαιρέσωμεν από παντού, αφίνω ότι και ημείς οι ίδιοι πολλάκις ηναγκάσθημεν προηγουμένως να την μεταχειρισθώμεν ένεκα της συνηθείας και της ανεπιστημοσύνης μας.

Δεν είναι έτζι, κυρ Ταλιαπιέρα, Ή λέγω τάχα τη νύχτα ημέρα; Ανίσως, φίλε, θαρρής πως σφάλλω, Εγώ τζοπαίνω, δεν κρένω άλλο. Κι' ο Παπαγιάνης αυτήν την κρίσι, Σαν Ιερέας ας μας χωρίση. Πώς λες Ζαγόρι, οπού γνωρίζεις, Καλά σε ταύτα, να 'ποφασίζης; Για το τραπέζι, για το ποτήρι, Ποτέ δεν κάνεις τινός χατήρι. Κι' αυτό σα θέλεις να το διαλέξη Αφίνω πάλε τον κυρ Αλέξη.

« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.