United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Που είσαι ακόμα όσο να φτάκης· Για ιδές τώρα^ πώς μου λες ; Να φουσκόσω ακόμα κι' άλλο; Λείπει, φίλε, περισσό· Τελοσπάντων για να σώση Σε Βοϊδιού κορμιού ποσό, Όσο γένεται με κόπο Και μ' αγώνα του ο καλός Ακατάπαυστα φουσκόνει, Ωσπού σκάζει σαν τρελλός. Έτζι όλοι αποχαλνιούνται Όσοι δεν ευχαριστιούνται, Να πορεύουν τη ζωή τους Κατά την κατάστασί τους.

Σ' αυτή δε μένει, Παρέκει βγαίνει, Κι' ένα σκαλίδι Πάντ' αντιβαίνει· 830 Αυτό κυττάζει, Για αυτό κοπιάζει Ο κόσμος όλος, Για να φαντάζη. Κι' όλοι γελιούνται, Τυφλά κινιούνται, Κι' επιζωτίς τους Ταλαιπωριούνται. Μέτραγε τα έξοδά σου, κατά το εισόδημα σου. 835 Κι' έτζι ζιής ευτυχισμένος, κι' οχ τον κόσμο παινεμένος. Μ Υ θ Ο Σ ΙΒ. Ο ι Λ α γ ο ί. Σ' εποχή καιρών και χρόνων.

ΑΣΤ. Άλλος διάολλος ετούτοςκαι γιατί μουρέ λάβωσες τον Κρητικό; ΑΛΒ. Πωγιατί να το λες ορέ έφαγες κουράδιαις, το χτύπησες ψύχα ψύχα. ΑΣΤ. Εγώ μουρέ; να ξαφνικό να σ' ούρτη. ΑΛΒ. Ορέ εσύ εγώ, εγώ εσύ, πώ χτύπησες Κριτίκα. γιατί να το τρως κουράδιαις ΑΣΤ. Όρσαι κοπλιμέντα! ΑΛΒ. Ορέ Αστρονόμο! = πρα πώς το κάνεις έτζι ορέ; πού ορέ να το πηγαίνη μέσα; ΑΣΤ. Στη φυλακή Μπώγια.

Πιο άλλο μέρος, σαν και τούτο, Θα 'χη τόσο μέγαν πλούτο; Κι' επειδή είν' της όρεξίς μας, Ας σταθούμε επιζωής μας, Έτζι λέγοντας, φωτίζει· Και τον τόπο ευτύς γνωρίζει Που τον είχαν αφημένο, Κι' απομνήσκει συγχυσμένο.

Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη.

Με τι τάξι να βαλθούν, Και με πια να φαγοθούν Μόνος είσαι, που γνωρίζεις Μόνος άξιος να φροντίζης. Κι' έτζι η γλώσσα σου ιστορεί Γιόμα, δείπνο, που μπορεί Σ' όλους όρεξι να φέρη Εις αυτά ν' απλόσουν χέρι. Είναι χάρι φυσική, Μον ενόθη η πραχτική, Όθεν σύντρεξαν να γένης Πρώτος τόπος οικουμένης.

ΑΣΤ. Το καταλαβαίνω μουρέ που ήτανε κάζοκαι το γλέπω, διάολλ' έπαρέ σε κι εσένα· μα άλλο είναι το ατζιδέντε, κ άλλο το κάζο πενσάντο, ετούτο τι ήτανε, ετούτο θέλω να με περσουαδάρης . ΠΕΛ. Ατζιδέντε. ΑΣΤ. Και τι θα πη, ατζιδέντε; ΠΕΛ. Ξέρω γώ; να, άξαφνα θα πη, στοχάζουμε· δεν είναι έτζι;

Ν' αλλάξη ο νιος εγύρεψε, και να λευφτερωθή, Οχ των Γιατρών την σύγχυσι, για να αποκοιμηθή. Και έτζι οι Εξοχώτατοι πλιο δεν χασομεράν, Φιλονικώντας άκοπα εκείθε αναχωράν. Τ η γ α ν ί τ α ι ς τ ο υ Τ α λ ι α π ι έ ρ α. Αναχωράτε φιλοσοφία, Και λογομέτρα πολιτική! Μακριά φευγάτε ηγεμονία, Και πάσα τάξι ευγενική!

Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.

Πια ανάγκη, και πια χρεία, Έτζι αδιάντροπα κι' αχρεία Σε στενεύει να χουγιάζης, Κι' όλους μας να μας πειράζης; Δεν τηράς πως φορτωμένος Μετ' εσάς εγώ ο καϋμένος, Τι τραβώ και δοκιμάζω, Και παράπονο δε βγάζω; Πάρε καν παράδειμμά σου Οχ την ίδια συντροφιά σου, Που παράνω τυραγνιούνται, Και καθόλου δε γρηκιούνται.