United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνο που στάθηκε για τα μας, το χερότερο στην αρχή είταν που εξόν από τα στρατιωτικά πήραν κάμποσοι τους και πολιτικά αξιώματα, και με τους βαρβαρικούς τρόπους τους, με τις παραλυσίες τους, καθώς και με τη μεγαλήτερη πονηριά τους δεν μπορούσανε φυσικά να το καλλιτερέψουν το ηθικό της ανώτερης κοινωνίας. Αυτή η ανακατωσιά θα μας ξηγήση πολλά και δραματικά που θα ιστορήσουν παρακάτω.

Εκ των γερόντων όμως ικανοί εφόρουν επί της κεφαλής «πετσέταν» λευκήν, ήτις μόνον κατά το δέσιμον διέφερεν από το σαρίκι. Ο Μανώλης μάλιστα ενθυμείτο μίαν λεπτομέρειαν περίεργον, την οποίαν είχε παρατηρήσει εις την εκκλησίαν. Κάμποσοι εκ των γεροντοτέρων τούτων είχον, όπως και εκ των Τούρκων πολλοί, ξυρισμένην την κεφαλήν, αφίνοντες εις την κορυφήν μικρόν θύσανον.

Φύσις διπλή, μετέχουσα της γης και του απείρου, και όπως οι σχολιασταί του τραγωδού Σαιξπήρου περί του Χάμλετ συζητούν και άραις μάραις ψάλλουν, τοιουτοτρόπως και γι' αυτόν καμπόσοι θ' αμφιβάλλουν αν ως ο Χάμλετ τον τρελλόν συχνά επροσποιείτο, ή αν τοιούτος πάντοτε με τα σωστά του ήτο.

— Η μαμμίτσα μου, μητέρα, την ακούω εγώ πολλαίς φοραίς, που λέει της θειά-Περμάχους πως σ' έχει 'μόσιμο. Δεν μου λες, μητέρα, τι θα πη αυτό, να έχη κανείς έναν άνθρωπο 'μόσιμο; — Θα πη, παιδί μου, εμορμύρισεν η ημίπληκτος, πως αμόνει τάχα στ' όνομά του. — Και τι θα 'πη ν' αμόνη στ' όνομά του; — Θα 'πη να παίλνη όλκο στ' όνομά του, πώς λένε καμπόσοι, μα τον Θεό, μα την Παναγιά...

Εκείνες που το έλεγαν αυτό, η μία με την άλλη, είχαν έρθει, τώρα κοντά, εκεί, στο μέρος που ήτον το γλέντι το νυχτερινό, κ' εφώναζαν άλλες να της ακολουθήσουν... Κ' έφευγαν όλαις μαζύ, η μία κατόπι της άλλης, κι' άδειασε πολύς τόπος. Γυναίκες πάρα-πολλές, και καμπόσοι άνδρες και παιδιά, μονοκοπανιά έφυγαν από 'κεί που ήμουν, κι' άρχισαν να τρέχουν τον ανήφορο.

Ανάμεσα στους πολλούς υπάρχονταν και κάμποσοι πλούσιοι πατριώτες μας κι' η Βασίλισσα μας, η Όλγα, με το Διάδοχο τον Κωνσταντίνο και το δεύτερο της παιδί, τον Γεώργιο. Ο πόνος της Πατρίδας με τραβούσε στο παλάτι, που είταν κονεμένη η Βασίλισσα. Πήγα πολλές φορές, για να βλέπω τη Βασίλισσα και τα βασιλόπουλα από μακρυά. Εκεί γνωρίστικα μ' έναν υπηρέτη της βασιλικής συνοδείας.

Άλλες γυναικούλες, καμπόσοι άντρες μαζεύτηκαν ολοένα τριγύρω, οι χωροφύλακες τους άμπωχναν κι ο υπενωμοτάρχης δεν έπαυε να βρίζη, να λυσσάη. — Έτσι και την άλλη φορά, πάντα μου ξεφεύγει μέσα απ' τα χέρια μου.

Όση κρίση κι αν είχε ο Ιουστινιανός στο διάλεγμα των ανθρώπων του, δεν είχε όμως και τη γνώση ναψηφάη τις καταλαλιές του κόσμου, και τον καταλαλούσαν το Βελισάριο κάμποσοι. Τους πίστευε λοιπόν αυτούς, και τον είχε γκρεμισμένο τον πιστό του στρατηγό στην ιδιωτική εκείνη ζωή, ίσως με το να είχε τώρα και το Ναρσή.

Του επρόβαλαν καμπόσοι Με καρδιάς κι' αγάπης ζέση Το γιατρό να προσκλέση. Τώρα αυτός και την αρρώστια, Και τον κίντυνο λογιάζει, Μον τα έξοδα τρομάζει. Ένας φίλος του αστείος, Με σκοπό να χορατέψη, Του είπε· μήπως εξοδέψη Πλιο παράνω στη θανή του, Αν απόμνησκεν ακόμα Έτζι ανήμπορος στο στρώμα. Τότε πλιο εκαταζαλίστη· Παντοχή και θάρρος χάνει, Και φωνάζει· θα πεθάνη.

Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρηςμου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λεςμου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν' έτσι. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες! Κ' έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά.