United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλες γυναικούλες, καμπόσοι άντρες μαζεύτηκαν ολοένα τριγύρω, οι χωροφύλακες τους άμπωχναν κι ο υπενωμοτάρχης δεν έπαυε να βρίζη, να λυσσάη. — Έτσι και την άλλη φορά, πάντα μου ξεφεύγει μέσα απ' τα χέρια μου.

Τα έλεγαν τώρα το απόγευμα, ο αφέντης μου, μαζί με τον κουμπάρο μας τον Αϊμερίτη, που ήρθε για να φουμάρη ένα τσιμπούκι και να κουβεντιάσουν, όπως συνειθίζουν. — Και τι λέγανε; — Ο ρηνοδίκης μαζύ με τον αστυνόμο, θέλουν να σε συλλάβουν . . . Έλεγαν να στείλουν τους χωροφύλακες . . . Σ' έχουν ύποπτη για το κοριτσάκι που πνίγηκε χθες μέσ' το πηγάδι. — Ω! τρομάρα μου . . .

Τόσον δε πεπαλαιωμένη και εφθαρμένη ήτο η στολή των τριών τούτων, ώστε μόλις εκ του στέμματος διεκρίνοντο ότι είνε χωροφύλακες. Προέβησαν ολίγα βήματα προς το δάσος, πλην και πάλιν έστησαν.

Ο λαός θέλει, συγκοινωνίες, σιδεροδρόμους, δρόμους, τηλέγραφους, ταχυδρομεία, επιχωμάτωση βάλτων, υδραυλικά έργα, σκολειά, δικαστήρια, λιμάνια, φάρους, χωροφύλακες, δραγάτες, αστυνόμους τελωνεία και άλλα.

Ήσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, από την εποχήν προ του Συντάγματος, με τουζλούκια και με χειρίδας ανοικτάς, δυσκίνητοι, συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια, και μη θέλοντες να φαίνονται κακοί. — Έννοια σας, εσείς! έκραξεν ο Λούκας χωρίς να ταραχθή. Ξέρω εγώ τι να του πω του μπάρμπα-Χρήστου, και μη σας μέλη.

Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύψος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη. Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός, ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμηςκαι την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννούέφθασαν πλησίον του Λυρίγκου.

Οι χωροφύλακες τον κατεζήτουν επί ημέρας, αλλ ουδαμού τον εύρον. Ευθύς τότε μετά τας ερωτήσεις των χωροφυλάκων, εις τας οποίας απήντησεν όπως απήντησεν η Αμέρσα, άμα έφθασεν η μήτηρ εις την οικίαν, ηύρε την κόρην τυλιγμένην εις το πάπλωμα, κάτω νεύουσαν, και πολύ χλωμήν εκ της λιποθυμίας την οποίαν είχε φέρει η ροή του αίματος.

Η εξουσία είχε στείλει δύο ενόπλους χωροφύλακας εις την Κεφάλαν, διά να φυλάξουν, όσον το δυνατόν, το βυθισμένον σκάφος. Αλλά πριν έλθουν οι χωροφύλακες, είχον φθάσει εις τον τόπον του ναυαγίου ο Λούκας ο Μπούνος, με την παρέαν του, κι' ο Αναστάσης ο Ζιζυφός, κι' ο Αλέξης της Μυλωνούς, και οι λοιποί.

Εάν τυχόν οι δύο χωροφύλακες είχον ανακαλύψει το κρυφό μονοπάτι, το καλλίτερον ήτο να τρέξη προ του κίνδυνου, και αν τους συνήντα καθ' οδόν, πιθανόν να εύρισκε διέξοδον όπισθεν της συστάδας των βράχων, χειρότερον δε θα ήτο αν την απέκλειαν εδώ εις αυτήν την στενούραν, εις το Κοχύλι.

Η διήγησις του καπετάν-Γεώργη ήτο τόσον δελεαστική, η δε απελπισία των τεσσάρων εταίρων τόσον μεγάλη, ώστε εύκολον ήτο να καταστρωθή εκεί, υπό την μαύρην σκιάν του πυκνοφύλλου δένδρου, το δολερόν σχέδιον της ληστεύσεως του πλουσίου Κοινοβίου. — Κατά τύχην είμεθα όλοι χωροφύλακες, είπεν ο καπετάν-Γεώργης, εγειρόμενος κ' επιδεικνύων χρυσίζοντα εν τω σκότει τα σειρίτια της στολής του.