United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός. Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.

Δεν θα ηδύνατο ουδέ βήμα να κάμη χωρίς να έχη κατόπιν του τους ψιλούς και εκείνους οίτινες μη έχοντες κανέν όπλον θα τον προσέβαλλον διά βελών, ακοντίων, λίθων και σφενδονών. Δεν θα ηδύνατο δε και να προχωρήση κατά των στρατιωτών τούτων, διότι και φεύγοντες είχον υπεροχήν, και άμα αυτός υπεχώρει θα τον προσέβαλλον εκ των όπισθεν.

Ήδη η συμπλοκή έγινε και το κέρας των Πελοποννησίων, υπέρτερον κατά τον αριθμόν, περιεκύκλωνε το δεξιόν των εναντίων, ότε οι εκ της ενέδρας Ακαρνάνες επιπεσόντες κατ' αυτού το προσέβαλον εκ των όπισθεν και το έτρεψαν εις φυγήν, ούτως ώστε μη δυνηθέν να υπομείνη την προσβολήν και κυριευθέν υπό φόβου παρέσυρεν εν τη φυγή του και το πλείστον μέρος του στρατεύματος· διότι, άμα είδον οι Πελοποννήσιοι καταστρεφόμενον το υπό τον Ευρύλοχον σώμα, το οποίον ήτο και το ισχυρότερον όλων, εφοβήθησαν πολύ περισσότερον.

Εν τούτοις ουδείς μάρτυς παρέστη εις το τέλος της σκηνής ταύτης. Η χλόη εφαίνετο πεπατημένη την επαύριον, και χώμα είχε σωρευθή ενιαχού όπως καλύψη το αίμα, όπερ έκαμαν να ρεύση τα δήγματα του Χόμο. Όπισθεν δε του ερήμου νερομύλου, εις μέρος απάτητον και απρόσιτον, μεταξύ θάμνων και βάτων, μέγας σωρός χώματος ομοιάζων με τάφον είχεν εγερθή.

Όπισθέν μας, προς νότον, διαγράφονται αι σκιαί των βορείων Σποράδων, ογκώδεις, μαύραι, ως σύννεφα καταιγίδος. Εμπρός προς βορράν, μόλις σχηματίζονται, δεξιά, ως νέφη μελαψά, τα Ρημονήσια, και πέραν εκεί επάνω μακράν ως νεφέλωμα σκοτεινόν η πολυσχιδής Χαλκιδική. Οι ναύται κατακλίνονται επάνω εις το κατάστρωμα.

Η Γερακούλα την στιγμήν εκείνην κατήρχετο από του υψηλού λόφου, κρατούσα κενόν το ελαστικόν, αφού ήναψε πλέον τας κανδήλας της Παναγίας της Κεχρεάς, ότε όπισθεν της ακούει βαρείς βηματισμούς ανθρώπου, όστις κατέβαινε την οδόν ορμητικώς ως κατρακυλών λίθος. Στρέφει και βλέπει κατέναντι αυτής τον Θανάσην, τον ληστήν, φορτωμένον το καλογηρικόν δισάκκιον και το όπλον του το υαλιστερόν.

Εκείνος όμως δεν την εκύτταξεν, αλλά βιαίως έτρεχε και κάθε ολίγον μετά φόβου εγύριζε, και εκύτταζεν όπισθέν του, ωσάν να είχε τινά που να τον εκυνηγούσεν. Αφού τον έχασαν από τα μάτια τους, ιδού και βλέπουν να φθάνη άλλος καβαλλάρης, που με μεγάλην βίαν εχτυπούσε το άλογόν του διά να τρέχη.

Ένεκα του χειμώνος από ημερών δεν επεσκέφθησαν φαίνεται αλιείς τη νησίδα, και οι βράχοι της ήσαν υπερπληρωμένοι, αγιάλευτοι. Ο κυρ-Δημάκης, μεθύσας από της αφθόνου πληθύος των οστράκων, και ταχέως από υφάλου εις ύφαλον, από σκοπέλου εις σκόπελον διαβαίνων, έγεινεν άφαντος μετ' ολίγον εις την όπισθεν της ξηρονήσου πλευράν. — Κυρ-Δημάκη! Εκραύγασε μετά ταύτα ο καπετάν-Παρμάκης, πεινών.

Εκάθισαν εις άλλο μέρος, όπου εσχηματίζετο κοίλωμα μεταξύ των βράχων. Η περίστασις αύτη ήτο ευνοϊκή προς τους σκοπούς του Μάχτου, διότι ηδύνατο να κρυβή όπισθεν και ν' ακούη ανέτως τι έλεγον. Την δευτέραν ταύτην φοράν δεν ησθάνετο πλέον τόσον σφοδρούς τους παλμούς της καρδίας, όσον την πρώτην. Οι δύο ηρμοσμένοι φίλοι ωμίλουν λίαν σιγά. Τούτο ηύξησε την περιέργειαν του νέου.

Καθώς ενήδρευον και κατά το ήμισυ εκρύπτοντο όπισθεν των κιόνων του Ναού, ουχί απαρατήρητοι βεβαίως υπ' Εκείνου δι' ον παρεμόνευον, και ούτοι θα ήκουσάν τινας των λόγων των εκβλυζόντων εκ του θείου στόματος Του. Και ακούοντες αυτούς, δεν ηδύναντο να εκτελέσωσι την εντολήν των.