United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πέρνει ένα πέλεκυν, και κτυπά κατακέφαλα το άλογον του μικρού Κλώσου, και το ρίπτει κατά γης σκοτωμένον. Αλλοίμονον! είπεν ο μικρός Κλώσος. Τώρα δεν έχω άλογον! και ήρχισε να κλαίη. Έπειτα έγδαρε το άλογον, και αφού εστέγνωσε το δέρμα του εις τον ήλιον, το έβαλεν εις ένα σάκκον, εκρέμασε τον σάκκον εις την ράχιν του, και εκίνησε διά την πόλιν να πωλήση το δέρμα.

Αλλά μετ' ολίγον ο μικρός Κλώσος ελησμονούσεν ότι δεν έπρεπε να το λέγη, και εφώναζε. «Εμπρός όλα μου τ' άλογα!» — Να μη σ' ακούσω να το ειπής άλλοτε, εφώναξε θυμωμένος ο μεγάλος Κλώσος, διότι θα με κάμης να κτυπήσω το άλογόν σου κατακέφαλα, να το σκοτώσω, να μη το έχης μήτε αυτό! Δεν το μεταλέγω, είπε ταπεινά ο μικρός Κλώσος.

Εκεί ήτον ένας ναός ονομαζόμενος Πάνθεον· επάνω εις το πάνθεον έστεκεν ένα άγαλμα μπρούντζινον επάνω εις ένα άλογον από το αυτό μέταλλον.

Εμβαίνοντας λοιπόν μέσα εις τον ναόν ευχαρίστησα την τύχην μου, που με εφύλαξεν έως τόσον ζωντανόν· εξενύκτησα μέσα εις τον ναόν εκείνην την νύκτα και εις το όνειρον μου εφάνη ένας σεβάσμιος, γηραλέος την μορφήν και λέγει· εάν σκάψης υποκάτω όπου κοιμάσαι, θέλεις εύρει ένα δοξάρι με σαΐτες μολυβένιες, κατασκευασμένες υποκάτω εις κάποιον αγαθοποιόν πλανήτην, διά να ελευθερωθή το ανθρώπινον γένος από πολλά κακά που του επανίστανται· έπειτα να ρίψης τες σαΐτες εις το άγαλμα και ευθύς θέλει πέσει, το μεν άγαλμα εις την θάλασσαν το δε άλογον προς το μέρος σου· τότε θέλει φουσκώσει η θάλασσα έως την κορυφήν και εκεί θέλει ευρεθή ένα καΐκι με ένα άνθρωπον μπρούντζινον που να κουπίζη και θέλεις εμβή εις το πλοιάριον εκείνο και εις δέκα ημέρας θέλει σε βγάλει κατευόδιον εις την πατρίδα σου· όμως πρόσεχε να μην αναφέρης το όνομα του μεγάλου Προφήτου παντελώς εις το ταξείδιόν σου, διά να μη σου συμβή κανένα ατύχημα.

Λοιπόν, τας έξ ημέρας της εβδομάδος ο μικρός Κλώσος ήτο συμφωνημένος να οργώνη τα χωράφια του μεγάλου Κλώσου, και να του δανείζη και το ιδικόν του άλογον. Την δε κυριακήν ο μεγάλος Κλώσος με τα τέσσαρα του άλογα εβοηθούσε τον μικρόν εις το όργωμά του. Αι! πώς εκέντρωνε τότε και τα πέντε ο μικρός Κλώσος· διότι την Κυριακήν ήτο ωσάν να τα είχεν ιδικά του και τα πέντε.

Και κινώντας προς αυτόν διά να τον φθάσω, ιδού και ακούω οπίσω μου μίαν φωνήν, που με έκραξε, καρτέρει, ω Βεζύρη, καρτέρει. Εγώ δε ευθύς σταματώ το άλογον, και στρέφω να ιδώ, και βλέπω τον βασιλέα που βγαίνει από το κάστρον με τα μάτια φλογερά, και με το σπαθί εις το χέρι. Τρέχει προς εμέ με μεγάλην βίαν και μου λέγει.

Ευθύς άφησα εκεί το άλογόν μου, και εκίνησα με προθυμίαν να υπάγω προς αυτήν με όλον που οι ελαφίνες μου εφαίνονταν πως με εμποδούσαν, τραβώντας με με τα δόντια τους από τα φορέματα, και εμποδίζοντάς μου την στράταν.

Εις τα προηγούμενα λοιπόν είπαμεν ότι δύο είναι τα μέρη της ψυχής, δηλαδή το λογικόν και το άλογον. Και τόρα ας εξετάσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον. Και ας παραδεχθώμεν ως βάσιν ότι δύο είναι τα λογικά, έν μεν εκείνο με το οποίον εννοούμεν εκείνα εκ των όντων όσων η αρχή δεν είναι δυνατόν να έχη άλλως πως, έν δε εκείνο με το οποίον εννοούμεν τα ενδεχόμενα.

Και μήπως το θηλυκόν άλογον δεν είναι ωραίον, που και ο θεός μέσα εις τον χρησμόν το επήνεσε; Τι θα απαντήσωμεν, καλέ Ιππία; Άλλο τίποτε ή θα ειπούμεν ότι και το θηλυκόν άλογον είναι ωραίον, όταν βεβαίως είναι ωραίον; Διότι βεβαίως πώς είναι δυνατόν να τολμήσωμεν να μη ομολογήσωμεν ότι το ωραίον είναι ωραίον; Ιππίας. Πολύ ορθά ομιλείς, Σωκράτη μου.

Ω αυθέντη, εφώναξα βλέποντάς τον, πώς είσαι εις αυτήν την κατάστασιν; Μα αυτός αντίς να μου αποκριθή, τρέχει και παίρνει ένα άλογον και καβαλλικεύοντάς το φεύγει με μέγαν φόβον χωρίς να μου ειπή λόγον· και καθώς εγώ εστοχαζόμουν μήπως του έτυχε κανένα εναντίον, έτσι αποφάσισα διά να τον ακολουθήσω.