United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


« — Γιατί με βλέπεις κόκκαλα, » Με βλέπεις δίχως αίμα, » Με βλέπεις δίχως 'νασασμό, » Ωχρή 'σάν το σαφράνι, » Κι' ότι δεν έχω τη θωρηά, « Πούχατον κόσμο; — » «Φθάνει!... » Ω, φθάνει! την εφώναξα. « Σ' εγνώρισ' από το βλέμμα.

Ω άνομη, εφώναξα εγώ, έχεις ακόμα πρόσωπον να μου ζητήσης συμπάθειον, μάγισσα παράνομη, που με τες μαγείες σου με έκαμες να υστερηθώ την αληθινήν μου γυναίκα; δεν είναι πλέον έλεος εις εσένα. Και έτσι λέγοντας την έκαμα κομμάτια και την άφησα εκεί· και ευθύς εδόθηκα διά να κυνηγήσω και τον άνδρα που με αυτήν ηύρα, διά να τον φονεύσω και αυτόν.

Αλλά δεν ξέρω διατί ήτο προτιμοτέρα από την αγωνίαν αυτήν. Ήτο περισσότερον υποφερτή από το σκώμμα αυτό! Δεν ήτο δυνατόν να υποφέρω επί μακρότερον την υποκρισίαν των γελοίων αυτών. Ενόησα ότι έπρεπε να φωνάξω ή ν' αποθάνω . . . και ιδού, ακόμη, ακούσατε! δυνατώτερα! δυνατώτερα, δυνατώτερα! ακόμη δυνατώτερα! «Κακούργοι, εφώναξα, δεν αξίζει πλέον τον κόπον ν' αποκρύψω τίποτε.

Ευχαριστίαν να έχη ο ουρανός, εφώναξα τότε εγώ, χωρίς να αφηκρασθώ αυτή το τι έλεγε, τόσον ήμουν φερμένος από την χαράν μου διά την εκδίκησιν που έκαμα εις την καταφρόνησιν που ανόμως ο Δερβύσης έκαμε της τιμής μου, και της αγάπης μου. Η Ζεμπρούδα έμεινεν εκστατική εις το να με ακούση να ομιλώ ούτως.

Αλλά ποια βοήθεια μπορούσα να του προσφέρω και δεν του την πρόσφερα; Εφώναξα πάλι του ξαδερφού μου. Εφώναξα έναν ένα κατ' όνομα τους αγωγιάτες. Τα μπουμπουνίσματα τ' ουρανού μ' αποκρινόνταν κ' οι βρουχισμοί του ανέμου.

Και άμα εις τον κόσμο εβγήκε το μωρό, εφώναξα απάνω εις την συγκίνησίν μου: Κι' εγώ λοιπόν, ω Πλάστα, να πλάσω ειμπορώ ανθρώπους κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν μου; Σαν να μη φθάνη τόση Ελλήνων πλησμονή, ιδού! και άλλος Έλλην γεννάται από 'μένα... καλέ αυτός ο κόσμος τι έχει να γενή, εάν καρπούς ο έρως παράγη ολοένα;

Εις το σημείον τούτο αι πληροφορίαι του κ. Μαγιάρ διεκόπησαν αιφνιδίως από μίαν νέαν σειράν υλακών, ομοίων προς εκείνας, αι οποίαι προ ολίγου ήδη μας ετάραξαν. Αλλ' αι φωναί εφαίνοντο πλησιάζουσαι ταχύτατα. — Θεέ μου, εφώναξα, οι τρελλοί θα έφυγαν βεβαίως . . . — Φοβούμαι πολύ ότι δεν ευρίσκεσθε εις την αλήθειαν, είπεν ο κ. Μαγιάρ καταστάς υπερβολικά ωχρός.

Είναι αδύνατον, μου απεκρίθη εκείνη, να έβγης πλέον ταύτην την νύκτα, διότι όλες οι πόρτες είναι κλεισμένες μα πρέπει να ευχαριστήσης την τύχην σου, ότι χωρίς ετούτο δεν με ήθελες συναπαντήσει. Ω πόσον είμαι δυστυχής, εφώναξα, εγλύτωσα από τόσους κινδύνους, και πάλιν εμετάπεσα εις ένα χειρότερον, που μέλλω να χάσω την ζωήν μου χωρίς άλλο.

Εκείνοι μας έγδυσαν και μας επήραν το ό,τι και αν είχαμεν, και αντί να μας κρατήσουν για σκλάβους, ή να μας απολύσουν, έτσι γυμνούς που μας άφησαν, ηθέλησαν να ξεδικήσουν τον θάνατον των συντρόφων τους με το αίμα μας. Όθεν οι βάρβαροι επέρασαν όλους τους ανθρώπους υποκάτω από τες λαβωματιές των σπαθιών τους, και κινούμενοι και εναντίον μου διά να μου κάμουν το ίδιον εφώναξα.

Άλα, παιδιά κ' εφθάσαμε· ολόχαρος εφώναξα. Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά που θα δεχθή ακλόνητο βάθρο το λαμπρό μου κατόρθωμα. Ανάλαφρα το καΐκι επίταξε μέσα, εγλύστρησε στα νερά, δυο χάλαρα επήδησε, άρραξεν απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνον στα χέρια μου!