United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μήτε λέξη σε κανένα σαν ξημέρωσε· μόνο μαζεύω τα πράματά μου, τα δίνω ενός χαμάλη, και ξεκινώ κατά τη σκάλα. Βρίσκω καΐκι Μοσκονησιώτικο, πηδώ μέσα, και τα ξεκενώνω όλα του καραβοκύρη. Έπρεπε να τα πω, να ξεσκάσω. Ζήτησε να με καταπείση να γυρίσω στον τόπο μου, και όχι πάλε σε ξενιτειές. Του κάκου.

Πανηγύρεις όπου 'δώ κι' ευμενή Βακχίδα, καλλικέλαδος πηδώ και στιγμήν δεν απαυδώ με το πήδα πήδα. Πάντα κώμοι κι' εορταί και χρυσά οράματα... μ' εξυμνούν οι ποιηταί και πιστεύω πως ποτέ δεν θα 'δώ γεράματα. Ψάλλω γάμους και παστούς, και μακράν του τάφου εστεμμένη με βλαστούς εξυφαίνω τους κεστούς της Θεάς της Πάφου.

Τότ' εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ' επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε: — Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ' από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ' εδώ! Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ' στην φωτιά. Κ' επυρώθηκαν τα σούρβα και άρχισαν να βροντούν και να πηδούνε...

Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους στεναγμούς της σκούνας μας.

Άλα, παιδιά κ' εφθάσαμε· ολόχαρος εφώναξα. Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά που θα δεχθή ακλόνητο βάθρο το λαμπρό μου κατόρθωμα. Ανάλαφρα το καΐκι επίταξε μέσα, εγλύστρησε στα νερά, δυο χάλαρα επήδησε, άρραξεν απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνον στα χέρια μου!