United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπρεπε να τεντώσω όσο μπορούσα πιο πολύ κάθε μου νεύρο για να πάρω με βία από τα μάτια της το βλέμμα, που έδειχνε πως ήρθε στη συναίστηση πως δεν είτανε μόνη. Την είδα να τα αιστανθή και να τα νοιώση όλα μόνη της, να προαιστανθή και να γνωρίση τι παραμόνευε μέσα της. Έπεσε μπρος μου τρομαγμένη και με παρακάλεσε να μην την αφήσω να φύγημα να έχω ακόμα λίγη υπομονή.

Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε. — Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας, αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του. Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια.

Και είπε ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η Άνοιξη στην αγάπη μας; Όλα τα χρώματα του κάμπου, όλα τα παιγνιδίσματα των κλώνων κι’ όλες οι ευωδιές των λουλουδιών είναι ταιριασμένα απάνω στην αγαπημένη μου. Λίγη μαλακιά χλόη μας φθάνει για κρεββάτι μας. Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου.

Όλα τα χρώματα σβύσανε τριγύρω τους, τα δένδρα πέσανε κάτω ξερά, τα λουλούδια μαραθήκανε και τα πουλιά βουβάθηκαν. Λίγη χλόη έμεινε κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Ήλιος φιλούσε ακόμα από ψηλά το αγκάλιασμά τους. Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται ο Ήλιος στην αγάπη μας; Τα μαλλιά της αγαπημένης μου λάμπουνε ευγενικώτερα και το στήθος της με ζεσταίνει πιο γλυκά απ' τον Ήλιο.

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.

Επήγαινε πότε στη μία, πότε στην άλλη κ' έτσι έβγαινε ο ναύτης κ' έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την ώρα που έγινε το τράκο ως την αυγή εδουλέψαμε καλά. Αν δεν ολιγόστεψε το νερό, δεν ημπόρεσε όμως και να μας κεφαλώση. Δεν ξεύρω γιατί η νύχτα και ο κίνδυνος αγριεύουν τόσο τον άνθρωπο, θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλη αφρίζει· χωρίς να σκεφθή δίνει σώμα στον κίνδυνο.

Οι δασκάλοι που κατηγορούν τη γλώσσα του λαού και που μας πουλούν τη δική τους, τι κατάφεραν ίσια με τώρα; Μας έβγαλαν και κανένα βιβλίο που νάχη μέσα του λίγη ζωή; Χασμουριέσαι μόνο που τανοίγεις.

Και έτσι μέσ' στα χέρια του, ενώ η ζωή της φεύγει και λίγη ακόμη μένει της πνοή, ζητάει ακόμα μία φορά τα μάτια της να ιδούν το φως του ήλιουγια τελευταία της φορά, πριν κλείσουνε για πάνταΜα τώρα ας πάω να τους πω πως ήρθατε. Βεβαίως οι βασιλιάδες πάντοτε δεν αγαπώνται τόσο, ώστε να τρέχη ο λαός τριγύρω τους, σαν τύχη να τους σπαράζη συμφορά. Εσείς παληοί είσθε φίλοι. ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ Αλλοίμονον!

Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο. Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα. — Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό. — Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη θεατρικήν ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων μικρού γεροντίου. Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την αγγλικήν εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους. — Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα... πάψε κ' εβαρεθήκαμε, κάμε και λίγη κάψα!