United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος.

Μα όταν τα χείλη γλείφοντας εσίμωσαν τα βρέφη ευθύς εκείνα εξύπνησαν με φώτιση του Δία και φως εχύθη ολόγυρα κ' έλαμψε όλο το σπίτι.

Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.

Εν τω μέσω δε κρέμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολύκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τας εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανικών ανδρογύνων.

τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».

Έτσι οι συντρόφοι κάθισαν το Σαρπηδό από κάτου απ' τη χαριτωμένη οξά του βροντορήχτη Δία· κι' ένας του βλάμης γκαρδιακός, ο δυνατός Πελάγος, του τράβηξε όξω απ' το μερί το φράξινο κοντάρι. 695 Κι' ο δύστυχος λιγοθυμάει, και γύρω μια μαβρίλα στα μάτια του ξαπλώνεται. Μα πάλι ψυχοπιάνει, και του βοριά το δρόσισμα, π' ολόγυρα φυσούσε, τα στήθια του ζωντάνεβε τα βαριολιγωμένα.

Έβαλε τότε μια φωνή ο βασιλιάς, έβαλε μια φωνή που ήτανε σαν κλάμα: — Πιστοί του βασιλιά! Προσκυνήστε τη βασίλισσά σας.... Οι πιστοί σκύψανε ολόγυρα τα κεφάλια τους. Τότε μια χαρά χύθηκε ξαφνικά στην όψη του νέου βασιλιά. Έβαλε πάλι το χέρι του στον κόρφο κ' έβγαλε κρυφά ένα χρυσό μαχαίρι. Πριν να προφτάσουν να τον ιδούν τα θαμπωμένα μάτια των πιστών του, τόμπηξε βαθιά στα πονεμένα στήθια του.

ΜΟΝΤΕΚΗΣ Συχνοπηγαίνει μοναχόςτο δάσος πριν να φέξη, και την δροσιάν την πρωινήν με δάκρυα πληθαίνει, και με αναστενάγματα τα νέφη συννεφιάζει · Και άματην Ανατολήν ο Ήλιος αρχίση να πλησιάζη με χαράν εις της Αυγής την κλίνην και να τραβά τα σκιερά παραπετάσματά της, ο υιός μου ο βαρύκαρδος φεύγει το φως, γυρίζει, και κλειδομανταλόνεται, και τα παράθυρά του κλειστά τα έχει, και μισεί την λάμψιν της ημέρας, και μίαν νύκτα τεχνητήν ολόγυρα του κάμνει.

Στο μάρμαρο ενός ερημικού τάφου κάθονται δυο ανθρώποι, Το παλιό, κιτρινισμένο μάρμαρο μέσα στο φως του φεγγαριού, λάμπει κατάλευκο σα χιόνι. Το φεγγάρι βαλσαμώνει και κάνει σαν ψεύτικη όλη την εξοχή ολόγυρα, τα δέντρα, τα σπιτάκια, τον παλιό μεσαιωνικό πύργο, την ασάλευτη λίμνη. Οι δυο ανθρώποι κάθονται απάνω στο λευκό μάρμαρο. Ο ένας είναι γέρος με κάτασπρα μαλλιά και μακρινά χιονισμένα γένεια.

Το χιόνι προντίζονταν από καταγής, στο μανιωμένο φύσημά του, σαν αλεύρι κάτασπρο, πότε από τα κάτω προς τ' άνω, πότε ίσια-πέρα, πότε ίσια- δώθε και πότε με περικύκλωνε ολόγυρα, σαν ανεμοστρόβιλας. Κι' όμως δεν αιστάνομουν καθόλου κρύο μέσα μου.