Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Τέλος πια ο Αίας μίλησε στο γιο τ' Ατριά Μενέλα 651 «Τήρα, Μενέλα θεϊκέ, αν ζωντανά ίσως κάπου δεις το λεβέντη Αντίλοχο, του γέρου γιο Νεστόρου, και ξόρκισ' τον να τρέξει εφτύς στον Αχιλέα ως πέρα και ναν του πει πως χάθηκε ο λατρεφτός του βλάμης655

Λάμπουν τ' ασήμια του γαμπρού και τα χρυσά της νύφης Κ' η λαμπερή τους η ωμορφιά, σαν ήλιος, σαν φεγγάρι. Δεξιά ζερβιά παίζουν νουνός και βλάμης τ' άλογά τους, Κι' όλο κυττάν τα νηόγαμπρα κι' όλο χαμογελούνε. Πάει ο γαμπρός σαν αητός, ορθός, καμαρωμένος, Κ' η νύφη πάει σαν πέρδικα, γλυκειά, χαμηλομμάτα.

Eμένα μ' έμαθαν από μικρό παιδί όλ' οι άνεμοι από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· κ' εσυντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ' αστέρια τ' ουρανού. Εγώ είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της Μαύρης, και της Άσπρης τα λιμάνια απ' άκρη σ' άκρη, και πώς εσείς δεν με γνωρίζετε; Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· αλλά δεν ημπορούσα να βγάλω λέξι από το στόμα μου.

Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη, κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα.

Τότες στης Λήμνος το νησί τον πήρε και τον πήγε 40 ναν τον πουλήσει, κι' έδωκε τα γρόσα ο Καλοκράσης. Εκεί ένας βλάμης του, ο Αητιός, ξαναγοράζοντάς τον με χρήματα πολλά, αντικρύ τον πήγε στην Αρίσβα.

Απ' την Εφύρα 530 άλλοτες τάφερε ο Φυλιάς, απ' του Σελλή το ρέμα, και βλάμης τού τα χάρισε, ο βασιλιάς Εφήτης, που σαν κινάει για πόλεμο ναν τα φοράει μπροστήθι· όπως και τότες τούσωσαν το γιο του από το χάρο.

Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης. — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;

Ζουνάρι ο ένας έδωκε κοκκινολαμπρισμένο, κι' ο γιος του Γλάφκου ένα χρυσό διπλόγουβο ποτήρι, 220 π' ακόμα σπίτι βρίσκουνταν, για δω σαν ξεκινούσα. 221 Για τούτο κι' είμαι βλάμης σου εγώ μες στ' Άργος τώρα, 224 και στη Λυκιά 'σαι πάλε εσύ όταν κι' εκεί ξεπέσω. 225 Κι' απ' τα κοντάρια μας οι διο παράμερα ας τραβάμε, και μες στ' ανάστα της σφαγής.

Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλάκακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής. — Βρε, καλότο Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;

Μα το Μενέλα, όσο αρχηγός κι' αν μούνε κι' όσο βλάμης, συμπάθα με, όμως ξάστερα θαν τον μαλώσω, που έτσι 115 κοιμάται αφτός κι' αδιαφορεί εσύ αν δουλέβεις μόνος.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν