United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για να το δήτε όμως πιο ξάστερα, σας τα βάζω κάτω ένα ένα τα έργα που μπορούν και πρέπει να γίνουν με τα χρήματά μας και με την ενέργειά μας. Χρειάζεται ν' αγοράζουμε τσιφλίκια στα υπόδουλα μέρη και να βάζουμε δικούς μας χωριάτες να τα δουλεύουν, να βγάζουν το ψωμί τους και να κερδίζουν κιόλας.

Μιλήσετε πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν.

ΓΛΟΣΤ. Μα τους θεούς, είν' αίσχος σου να μου τραβάς τα γένεια! ΡΕΓ. Προδότη! Δεν εντρέπεσαι ταις άσπραις σου ταις τρίχες! Εδώ σας 'φιλοξένησα! Τα ληστρικά σας χέρια τον φίλον, που σας δέχεται, θα τον κατασπαράξουν; Τι θέλετε; ΚΟΡΝ. Να μας ειπής τι γράμματα σου ήλθαν από τον Γάλλον: ΡΕΓ. Ξάστερα ν' αποκριθής, διότι τα πάντα τα γνωρίζομεν.

Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί.

Ή για να μιλήσω ξάστερα, η δική του ψυχή κατάντησε λάουλάου να μοιάση με την ψυχή εκεινών. Όχι αποκλειστικά εκεινών· έμοιασε του καθενός που νοιώθει μέσα του μια υπεράνθρωπη δύναμη και θέλει να την φανερώση με θυσία του εαυτού του. Κ' έτσι κατώρθωσε να ελευθερώση εκείνη τη γωνιά. Βρέθηκαν όμως πολλοί που είπαν πως το κατόρθωμα δεν ήταν δικό του.

Μα τα λόγια της Ελπίδας τον έντυσαν με την υπομονή και την αυτοπεποίθηση. Μάλιστα ντράπηκε που ντράπηκε. «Κάλλιο γυμνός παρά με ξένα ρούχα κι' ας είν' και του πατέρα μου» σκέφτηκε. Γυμνός ως που να υφάνη με τα χέρια του καινούριο παννί. Έβλεπε ξάστερα πως για να το υφάνη αυτό το παννί έπρεπε να καθίση σε άλλον αργαλειό κι όχι σε κείνον που καθόταν ο αδερφός του. Εκείνος ήταν παλιός.

Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια. Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί. — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι ήταν να κάμης το έκαμες.

Κ' εύρισκε πάντα τον τρόπο, κατά την περίστασι να μικραίνη είτε να πλαταίνη την υπόθεσί του, χωρίς ποτέ να την αφίνη τέρας των άλλων και σύχαμα. Όλα τα ήθελε ισόμετρα, ξάστερα και αρμονικά. Και ήθελε μόνον να τον ακούη το πλήρωμα. Οι ναύτες τον ήξευραν καλά κ' εδιασκέδαζαν με τις αδυναμίες του.

Τι απ' τους θεούς παινιέται πως ξάστερά 'ναι ανότερος, πιο δυνατός απ' όλους. Για αφτό ότι στέλνει σας, καλό κακό, σπολλάτη πάντα. Να! που και τώρα στεναγμοί τον Άρη καρτερούνε, 110 τι τον πιο λατρεφτό θνητό τού σκότωσαν στη μάχη, το γιο του τον Ασκάλαφο που τόνε λέει δικό του

Ο περιορισμός δεν τ' άρεσε και φυσικά δεν τ' άρεσε κ' η μελέτη. Ο νους του ήταν μερόνυχτα πεσμένος στα τρεχάματα, στα παιγνίδια και στα ξεφαντώματα. Πανηγύρι ατέλειωτο η ζωή του. Για τούτο κ' οι χωριάτες έλεγαν ξάστερα πως δεν ήταν προκοπή από δαύτον. Η κυρά Πανώρια η μάννα του έπεφτε σε απελπισία.