United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που μιλούσαμε, παρατήρησε πως ο μικρός είχε κουνηθεί. Τονέ σήκωσε, τον πήρε στα χέρια της με κείνον το σίγουρο προφυλαχτικό τρόπο, που τον γνωρίζουν οι μητέρες μόνο, και τον έφερε στο στήθος της. Το πρόσωπό της έλαμπε, όταν είδε κ' αιστάνθηκε πως ο μικρός βύζαινε το γάλα της με κείνη την απερίγραφη γαλήνη, που είναι το προνόμιο των παιδιών.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Μέσα σε κείνον το χρόνο σηκώνουνται στο ποδάρι κ' οι Οστρογότθοι της Μικρασίας, που τους είχε ο Θεοδόσιος αποκαταστημένους στη Φρυγία από τα 386. Αυτό το κίνημα πρέπει δίχως άλλο να το είχε μαγερεμένο από την Πόλη ο Γαϊνάς. Είταν τότες στρατηγός της Φρυγίας ο Γότθος ο Τριβιγίλδος. Αυτός λοιπόν τους πήρε στο λαιμό του, ίσια ίσια ό,τι έκαμνε ο Αρκάδιος να περάση στην Άγκυρα για ν' αλλάξη αγέρι.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, μη φθείρης την καλή σου ειδή, μη την καρδιά σου λυόνης τον σύντροφό σου κλαίοντας· πλην δεν σε κατακρίνω· κ' εάν κάθ' άλλη οδύρεται, τον άνδρα της αν χάση, 265 'που τέκν' απόλαυσε απ' αυτόν, εσύ πώς να μην κλαίης τον Οδυσσέα, 'πώμοιαζε με τους θεούς, ως λέγουν; αλλά παύσε τα δάκρυα, τους λόγους μου ν' ακούσης· θέλει ομιλήσω αληθινά χωρίς το ουδέν να κρύψω, είδησι της επιστροφής πως έχω του Οδυσσέα, 270 'που ζη σιμά, 'ς των Θεσπρωτών την κάρπιμη την χώρα, και πολλούς φέρει θησαυρούς 'που απ' το κοινό συνάζει· αλλ' έχασετα σκοτεινά πελάγη τους συντρόφους με το καράβι, ως έπλεεν από την Θρινακία, ότιαυτόν ωργίσθηκαν ο Ήλιος και ο Δίας 275 αφού τα βώδια φόνευσαν εκείνου οι σύντροφοί του· κείνοιτον πολυτάραχον πόντον χαθήκαν όλοι, και αυτόν, 'που επάνω ανέβηκετου πλοίου την καρίνα, τα κύματ' έβγαλαντην γη των θεογενών Φαιάκων, οπ' ως θεόν τον τίμησαν και τον φιλοδωρήσαν, 280 και να τον στείλουν άβλαπτον ήθελαντην πατρίδα. και από καιρό θα 'ταν εδώ φθασμένος ο Οδυσσέας, αλλ' όμως συμφερώτερο του φάνηπολλά μέρη της γης γυρνώντας πράγματα πολλά να θησαυρίζη. τόσο πολλά τεχνάσματα γνωρίζ' ο Οδυσσέας, 285 ουδέ θνητός ευρίσκεται να μετρηθή μ' εκείνον. αυτά μου είπε ο Φείδωνας, οπ' είναι βασιλέας των Θεσπρωτών, και ως σπόνδιζετο σπίτι ωρκίσθη εμπρός μου 'που το καράβ' είχε ριχθή κ' οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, 'που κείνον θα οδηγήσουσιτην ποθητήν πατρίδα. 290 αλλ' έπεμψε μέ πρότερα, τι Θεσπρωτών καράβι έτυχε για το κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. και μου 'δειξ' όσους θησαυρούς εσύναξ' ο Οδυσσέας, 'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· θησαυρούς τόσους είχε αυτόςτα σπίτια του κυρίου. 295 καιτην Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή μυστικά θα γύρη, τόσους αφού 'λειψε καιρούς, 'ς την ποθητήν πατρίδα. ιδού πώς κείνος σώζεται, κ' ήδη θα φθάση κ' είναι 300 πολύ σιμά, και δεν αργεί να ιδή τους ποθητούς του και την πατρίδα· και άκουσε τον όρκο 'που σου δίδω· μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος και πρώτος, και η γωνία, πώφθασα, του άπταιστου Οδυσσέα, πως όλα τούτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα· 305 ο Οδυσσέας έρχεται τούτος πριν κλείσ' ο χρόνος, τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος».

Παραδίνει ψυχή και ζωή στη νέα την πίστη, κι αποχαιρετάει για πάντα την παλιά θρησκεία. Πρέπει ναναστέναξε στερνό αναστεναγμό ο Δίας από τον Όλυμπο σαν πάρθηκε η κρίσιμη εκείνη απόφαση! Νου και προσοχή κι όνειρα, στο Θεό τα γύρισε όλα. Από κείνον έλπιζε, σε κείνον προσεύκουνταν. Κι απάνω σε μια από τις κατανυχτικές αυτές προσευκές του φανερώθηκε το περίφημο το Ουράνιο Σημάδι του.

Η παρουσία στην τελευταία πράξη του Κώστα Μεμιδώφ συγκινεί βέβαια τη γυναίκα του, και νοιώθεις πως μέσα, στα κρύφια της καρδιάς της δεν έπαψε να αισθάνεται για κείνον κάτι. Μα εμένα ο κύριος αυτός δε με συγκινεί.

Κ' έχωσα εγώ το γκρεμό, εγώ κι ο άντρας μου, εγώ και τα καλά μου, τα σπίτια μου, οι τίμιες μου χαρές και τ' απίκρατα χρόνια μου. Όλα πήγαν με μι' ανεμοριπή. Μα γιατί να φύγη; πες τε μου γιατί να φύγη; Να φύγη από μένα και να πάη στ' οχτρού μου το ρημαδιακό! Να σηκώση από μένα την καλοτυχιά και ναν τη ρίξη σε κείνον τον ατσίγγανο, το βρωμιάρη, τον ελεεινό!

Εκείνος, που θα βρη πρώτος το χαρτί αυτό, πρέπει να το δείξη σε κείνον ή σε κείνους, που θα φροντίσουνε για την ταφή μου. Ω θεέ μου, τώρα που γράφω αυτή τη λέξηας είμουνα κοντά στο θάνατο, όπως η λέξη στο χαρτί. Ήθελα, ναι, να ζήσω για χάρη των αγαπημένων, που κάνουνε για μένα ό,τι δεν κάνει άνθρωπος για τον άλλον άνθρωπο, ήθελα να ζήσω και το προσπαθώ όσο μπορώ.

Να υπήρχε τάχα μέσα και σε κείνον, αν και δεν μπορούσε να το εκφράση, κάτι σαν προαίστηση πως δεν είτανε γι' αυτόν τον κόσμο; Να τον έδενε τάχα και κείνον αυτή η προαίστηση περσότερο με τη μητέρα του, που έκρυβε κάτω από την ευτυχία της το ίδιο αίστημα; Ποιος μπορεί να δώση μιαν απάντηση σ' αυτό; Ή ποιος μπορεί να δοκιμάση να τη δώση; Κανείς. Μόνο η σιωπή σαλεύει απάνω από ανθοφορτωμένους τάφους.

Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. ξένος μου είσαι• οι βασιλείςτην γνώμη μου συντρέχουν, ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65