United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' απ' όλα ταστέρια καμάρωνε του Αυγερινού τη μοναξιά και αγαπούσε τα Μαλλιά της Βερενίκης. Και με τα βασιλεμένα του μάτια γυρισμένα προς το ουράνιο όνειρο, ρωτούσε την αδερφή του: — Πού πάει μονάχος και περήφανος ο Αυγερινός; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν ξέρουνε να μας το πούνε.

Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε. Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ' από τότες! Το καλυβάκι μας δεν είτανε μες το χωριό, είταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω είταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ' αυτός δα με προίκισε και με πάντρεψε. Εγώ είμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου.

Κι ο Χαγάνος δε θα μας τόκανε τέτοιο κακό! . . . Και μαζί με το Δημητράκη φύγανε από το χτήμα· φύγανε κι από το σπίτι τους. Δε θέλουν να τον ξέρουνε τον Αριστόδημο. Ο Χαγάνος άκουσε προσεχτικά τα λόγια του δούλου του. Έπειτα έβαλε τα γέλοια. — Δεν είνε για ζωή κι αυτός· εσυμπέρανε, δεν είνε για ζωή. Κρίμα στον πατέρα του· μα ένας ήταν κι αυτός. Οι άλλοι ξέπεσμα, ξέπεσμα! δε θέλει λύπηση ...

Α' ΑΝΗΡ Οχι δα, τι άλλο λες να ξέρουνε, παρ' ότι ετοιμάσθηκαν τα χρήματα να φέρουνε; Β' ΑΝΗΡ Αν δεν ιδούν τα μάτια μου δεν πείθομ' ό,τι νάνε. Α' ΑΝΗΡ Μα όλο τούτο σήμερα στους δρόμους κοπανάνε. Β' ΑΝΗΡ Ας λένε! Α' ΑΝΗΡ Αλλά είπανε καθένας να μαζέψη το είναι του. Β' ΑΝΗΡ Ας λένε· μπα! Α' ΑΝΗΡ Κόσμο θα καταστρέψη μ' αυτήν την δυσπιστία του! Β' ΑΝΗΡ Αυτοί δεν θα πιστέψουν.

Σα βγήκε το Ταξίδι , τα σερτάρια μου ξέρουνε τι άκουσα και τι δεν άκουσα, γιατί φύλαξα τις φημερίδες εκείνης της εποχής μ' όλες τις νοστιμάδες που τυπώνανε κάθε μέρα. Είτανε λύσσα· ένας μάλιστα ήθελε και καλά να μου κόψουνε ταφτιά μου. Δεν αποκρίθηκα λέξη.

Ζώα τετράποδα, είπε μεγαλόφωνα· ανίκανα και ψωμί να φάνε· μόνο προσευχές ξέρουνε. Αμέ οι παππάδες εκείνοι να θέλουν να γενούν 'γουμένοι! Μήτε να μιλήσουν δεν ξέρουν, όχι να διοικήσουν! Ο Μαλάκας ο Νεκτάριος που μόνο ταμπάκο ξέρει να ρουφά και ο χτηκιάρης ο Φίλιππος που και να μιλήση του δίνει κόπο. Όσο για τον καϋμένον τον Κύριλλο, αυτός είνε καλός και περνώ την ώρα μου μαζή του.

Τα χυδαία μάλιστα παντού τα φιλοξενίσανε, και στην ιστοριογραφία και στην επιστήμη· εννοείται, τα βάζουν εκεί που πρέπει κι όχι όπως τύχη, ξέρουνε και τα φέρνουνε με τρόπο.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Τότες του κάνει ο θεϊκός πολύγνωρος Δυσσέας «Γιε του Τυδιά, ασ' τις παίνιες σου και κατηγόριες τώρα· τι αφτά που λες, τα ξέρουνε εδώ οι Αργίτες όλοι. 250 Μον πάμε! η ώρα πέρασε, η χαραβγή σιμώνει, έγυρε η πούλια, βρίσκεται στο τέλος τώρα η νύχτα

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!