United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γαλάζιο πουλάκι έσεισε μπροστά μου την ουρά τουκάποιος θα το στέλνη προσφορά στους παληούς μου πόνους. Είδα τ' άσπρο αρνάκι που γεννήθηκε μόλις προχτέςκάποιος θα θυμήθηκε πως έκαμα μια καλή πράξι έναν καιρό. Απάντησα στον κάμπο το δέντρο με τον κορμό του σαν αργή μουσική στροφήκάποιος θα το φύτεψεν εκεί παρηγοριά του πνεύματός μου.

Και τα προχτές σαν ήρθε η θεια Ελέγκω μονάχη σου της τόπες. Δεν λέω αλήθεια ; Νά που γελάς κ' η ίδια ! γελάς, έ;! Μα της Βεργινίας το πρόσωπο καθεμέρα γινόταν πιο άσπρο, πιο διάφανο. Κάτι γούβες γαλάζιες φανήκανε στα μηλίγγια. Τα μάτια της από κάτω ήτανε μαύρα προς το μενεξελύ, σα χτυπημένα, τα βλέφαρα με πρισμένους γύρους βυσσινιούς κι αυτά ήταν τα μόνα χρώματα πούχε απάνω της.

Πες τους πως οι παλικαράδες που τραγουδούσαν ως προχτές πως γέρασαν κλέφτες σαράντα χρόνων, αυτοί μέσα στο δικαστήριο της Ιστορίας μια πιθαμή χαμηλότερα δε θα σταθούν από τους ηρώους του Ομήρου.

Αλήθεια; . . . Ω, αμαρτίες! . . . και πότε έγεινε αυτό; — Προχτές το βράδυ, την νύχτα, τα μεσάνυχτα, θεια Γιαννού!

ΑΝΝΟΥΛΑ Δεν έχω καμιά δυσκολία να σας πω ποιος μου τα είπε• Να, προχτές που πήγα στο σπίτι της Πιπίτσας, είδα και τον αδερφό της, το μεγάλο της αδερφό, τον ξέρετε. Αυτός με ρώτησε για το Σταύρο, χαμογελώντας με πονηριά, αν μας γράφη ταχτικά, αν ξέρουμε πού βρίσκεται τώρα, γιατί δεν ήρθε στο θάνατο της μητέρας και κάτι άλλα τέτοια. Εγώ παραξενεύτηκα γι αυτά και δεν του απάντησα τίποτα.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Ύστερ' απ' αυτά που είδα, που ακόμα δα θαρρώ πως τα ονειρεύουμαι, καρτερώ να ιδώ κ' άλλα μεγαλύτερα. Γιατί ίσαμε τα προχτές ήμουνα ο πιο απαισιόδοξος ίσως Ρωμηός. Σε τίποτα δεν πίστευα, όλα τα κορόιδευα και τα πιο ιερά ακόμα. Άκουγα Μεγάλη Ιδέα και μέσα μου Μεγάλη Μωρία την έλεγα. Τους Πατριώτας τους μετέφραζα σε Πατριδοκάπηλους.

Τη γρουσούζεψε κι' αυτή η μάννα της με τη γρίνια της, όπως έφαγε και τον άντρα της και τον ξεκούτιανε. Τώρα τάβαλε με κείνον. Όλα ο γέρος τα φταίει. Έτσι, λέει, ήταν κι' αυτός ξελογιασμένος σαν το γαμπρό που διάλεξε. Προχτές σα γυρίσανε από το λείψανο την έπιασαν τα δαιμόνιά της. «Από σένα έχασα το κορίτσι μου, του έλεγε.

Ο σύντροφός τους έφυγε από προχτές. Ένα σύντομο τηλεγράφημα τον ανάγκασε ν' αφήση στη μέση τις μελέτες του. Για τούτο λυπήθηκε πολύ· μα και τι να κάμη; Ο άνθρωπος του νου, όσο κι αν θελήση, δε θα πάψη ποτέ να είνε άνθρωπος και της σάρκας. Κ' η σάρκα — π' ανάθεμά τη! — έχει πολλές απαίτησες. Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο.

Πήρανε μαζί τους και τα γυναικόπαιδα που τριγύριζαν. — Ένα κρασί στα παιδιά, προστάζει ο Δημήτρης του Φώτη. Να μου πήτε τώρα το τι ακούσατε χτες προχτές από τα τούρκικα. Τι έτρεξε; — Νά, πετιέται κι αποκρίνεται ένας τους. — Σα να είχε κάποιο νόημα αυτό που είπε ο μουρτάτης. Αφορμή θα γύρευε να σκεπάση τις μπερμπατιές του, λέει άλλος. — Αυτός θα είνε ο σκύλος, ξαναλέει τρίτος.