United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν Λαλεχός, ο πατέρας της, δεν καταλάβαινε από γυναίκειους καϋμούς. — Αμ' σπίτι είνε αυτό, για καράβι; μουρμούρισε. Τέτοιες φουρτούνες ούτε στο πέλαγο τις απάντησα, πενήντα χρόνων καπετάνιος. Καλοτάξιδο όμως. Με όλους τους καιρούς ταξιδεύει. Πάντα πρίμα, δόξα νάχη ο Θεός. Κ' έστρηβε ο καπετάν Λαλεχός τις αλογότριχες κ' έβγαιναν οργιές- οργιές οι πετονιές.

Αυτά 'πε, καιαυτήν εγώ απάντησα και είπα• Τώρα του θείου γέροντα συ ναύρης το καρτέρι, 395 μήπως μου φύγη, αν προϊδή το πράγμα ή το προμάθη• ότι θνητός είναι βαρύ θεόν να καταβάλη.

Αυτά 'παν• τότε απάντησα με την καρδιά θλιμμένη• «μ' έβλαψαν σύντροφοι κακοί και ολέθριος ύπνος άμα• αλλ' έχετε την δύναμι και σώσετέ με, ω φίλοι».

Αυτά 'πε κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Γνωρίζεις, γέρε, — τι ερωτάς τούτα, να με πλανέσης; — 465 'πουτο νησί τόσους καιρούς κρατιούμαι, και ουδέ τέλος δύναμαι ναύρω, και η καρδιά της συντροφιάς μου λυόνει. αλλά συ 'πέ μου,—και οι θεοί γνωρίζουσι τα πάνταποιος μ' εμποδίζει των θεών, και μ' έδεσε εις τον δρόμο, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσω. 470

Η Μαριώ του Καπετάν Τραχήλη την αρραβώνιασε με τον γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δεν φτάνεις. Τι έχεις να κάμης εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανώργιου; Εκείνο είνε καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρη καραβοκύρη». — Τ' ακούς! μου λέγει· δεν είνε ψέμα ε; — Όχι βέβαια· δεν είνε ψέμα, του απάντησα ήσυχος.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; δεν ξεύρω αν ζη εκείνος ή απέθανε• κ' είναι κακό να λέγωνται τα μάταια».

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν απάντησα και είπα• «ω Κίρκη, πώς εσύ ζητείς εγώ να σου 'μαι πράος, 'που τους συντρόφους μώκαμεςτα μέγαρά σου χοίρους, κ' εμέ κρατώντας τώρα εδώ με προσκαλείς με δόλοτον θάλαμό σου, ν' αναιβώ την ιδική σου κλίνη, 340 όπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθώ, μου πάρης. ουδέ ποτέ θ' αναιβώ εγώ την ιδική σου κλίνη, αν μη θελήσης, ω θεά, να ομόσης μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια μου κακό δεν θα σκεφθής κανένα».

Πώς είνε δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·Ναύτηκαλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; — Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη. Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό τέρας.

Είπε κ' εγώ του απάντησα• «άμποτε να ημπορούσα να σου αφαιρέσω την ζωή, και αμέσως να σε στείλω του Άδη μες την κατοικιά, καθώς τον οφθαλμό σου να γιάνη δεν θα δυνηθή και αυτός ο κοσμοσείστης». 525

Πριν σ' εύρωτη Δαμάστα, Σ' απάντησατα Γιάννινα. 'Σ τον ίσκιο του Βηζύρη Δεν ελημέριασες και συ; — Ομέρπασα Βριόνη, Πνίγει το δέντρο κι' ο κισσός με ταγκαλιάσματά του. — Κι' όταν το δέντρο ξεραθή και γύρη ταντιστύλι Θανάση Διάκε, κι' ο κισσός, το ξέρεις, γονατίζει. — Όχι, μα την ανάσταση του γένους μου, δεν πέφτει.