United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυάτα ξένα».

Καλάκαλά δεν πρόφτασε να πιστέψη πως την πήραν από την καλύβα της και λεν να συνηθίση στο χωρισμό της! Μ' αν έρθη θάνατος! κι αν έρθη αρρώστια! Μ' αν η φτώχια γίνη πείνα αγριόδοντη στην πόρτα της! Ποιος θα καθίση παρηγοριά στο προσκεφάλι της; ποιος θα ταγίση το παιδί; Ωιμέ! πικρός που είνε ο πόνος της.

Καθένας είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από την αμασχάλη. Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ας έλθη. Εισέρχονται ΕΥΓΕΝΗΣ και ΟΦΗΛΙΑ ΟΦΗΛΙΑ Πού είναι η ωραία χάρις της Δανιμαρκίας; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Λοιπόν, Οφηλία; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμέ! γλυκειά μου κόρη, τ' άσμα σου τι λέγει; ΟΦΗΛΙΑ Πιστεύετε; Όχι, όχι· παρακαλώ, προσέχετε· Ω! ω! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλλά, Οφηλία, — ΟΦΗΛΙΑ Παρακαλώ, προσέχετε· Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αλοίμονον! κύττα εδώ, Κύριέ μου. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πώς είσαι, χαριτωμένη Κυρία;

Ω γλυκειά μου Γελτρούδη, αυτό με θανατόνει, ως μηχανή 'πού περισσούς κροτεί θανάτους. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμέ, τι θόρυβος; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Πού είναι οι φύλακές μου; την θύραν ας φρουρήσουν. Εισέρχεται ένας ΕΥΓΕΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τι 'ναι;

Ωιμέ! που εστεφανώσετε με συμφορές πολλές τα σπίτια· και στερνά τώρα ερέκαξαν στριγγά τον Επινίκιο οι Κατάρες αφόντας τ’ ασταμάτηγο φευγιό επήρ’ η γενεά και πάει. Της Άτης στέκεται το τρόπαιο στις πύλες που σκοτώθηκαν και μόνο αφού τους δυό τους νίκησεν ελούφαξε κ’ η Μοίρα. Ο θρήνος της Αντιγόνης και της Ισμήνης ΑΝΤΟΓΟΝΗ Πληγήν έδωσες, πληγήν έλαβες. ΙΣΜΗΝΗ Τον εσκότωσες και σκοτώθηκες.

Βέβαια παράπονο μ’ εμέ για τις ειδήσεις που σου ’φερα δε θα ’χης° μα ο ίδιος τώρα κρίνε το πλοίο της πόλεως να κυβερνήσης. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω θεομίσητ’ εσύ και πολύ θεοβλαμμένη του Οιδίπου, ω παντοδάκρυτη γενεά δική μου, ωιμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.

«Ωιμέ, μη κάποιος των θεών πάλι μου υφαίνη απάτη, 'που απ' την πλωτή να καταιβώ με συμβουλεύει τώρα• αλλά δεν θα υπακούσω εγώ, γιατ' είδαν οι οφθαλμοί μου μακρυά την γην, όπ' έλεγε πως θα 'χω καταφύγι. μόν' άλλο, 'που καλήτερο μου φαίνεται, θα πράξω• 360 όσο τα ξύλα της πλωτής σταθούν συναρμοσμένα, αυτού θα μείνω, και ανδρικά τα πάθη θα βαστάξω• και όταν διαλύση την πλωτή το σείσμα των κυμάτων, θα πλέξω τότε, ότι άλλο τι ναύρη δεν φθάνει ο νους μου».

Αυτά 'πε, και του απάντησα• «ωιμέ, πόσον ο Δίας 435 αρχήθεν εκατάτρεξε το γένος του Ατρέα με γυναικών βουλεύματα• ιδού, για την Ελένη χαθήκαν άπειροι απ' εμάς• και σένα η Κλυταιμνήστρα δόλον σου ετοίμαζε, μακράν ενώ 'λειπεςτα ξένα».

Πώς είνε δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·Ναύτηκαλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; — Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη. Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό τέρας.