United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η εκκλησιαίς σημαίνουν Κουνιούνται τα καμπαναριά, και η φωναίς που βγαίνουν Απ' το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα 'Μοιάζουν Χειρουβεικούς ψαλμούς, 'σαν το απ' ουράνιο δώμα Χιλιάδες τα Χριστούγεννα να τραγουδούν αγγέλοι· Και κάθε αχτίδα από 'ψηλά που κάθε αστέρι στέλλει 'Μοιάζει αγγελική ματιά.

Τοιούτος να είνε ο χειμερινός θάλαμος, έχων τα νώτα εστραμμένα προς βορράν και προς δυσμάς, συνεχόμενος με άλλον βορεινόν θαλαμίσκον, όστις να είνε συγχρόνως δώμα και ηλιακωτόν και υπερώον.

Δίζεαι όστις σην άλοχον μάλα πάγχυ λεληθώς Καλλιγένειαν υπέρ λεχέων σαλαγεί κατά δώμα; Δούλος Πρωτογένης, τω δη συ χε πάντα πέποιθας• ώπυες γαρ εκείνον, ο δ' αύθις σην παράκοιτιν, αντίδοσιν ταύτην ύβρεως ιδίας αποτίνων.

Η Ανθούλα ήτο χαϊδευμένη μοναχοκόρη. Φαντάζεσθε πόσας ετοιμασίας έκαμαν οι γονείς της διά να υποδεχθούν τας φίλας της. Το μεγάλο αρχοντικό της σπίτι ευρίσκετο εις το παραθαλάσσιον· ο κήπος οπίσω ήτο απέραντος. Εις το ευρύχωρον δώμα επάνω εις την θάλασσαν είχε στρωθή το τραπέζι με όλων των ειδών τα οπωρικά και τα γλυκίσματα.

Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι, και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι, κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60 'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του. και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν «πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα; πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμετην ποθητήν πατρίδα 65 να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».

Ο Μανώλης επροχώρει συλλογισμένος. Έξαφνα ανεσκίρτησεν ακούσας παιδικήν φωνήν, η οποία ήρχετο από το πλησίον δώμα: — Δε σε θέλει, Μανώλη. Εστράφη με οργήν, αλλά το διαβολόπαιδο δεν εφαίνετο. Εξηκολούθησε τον δρόμον του, αλλά μετ' ολίγον η αυτή φωνή τον έκαμε να στραφή με οργήν μεγαλειτέραν. — Δε σε θέλει, Πατούχα, δε σε θέλει! Και ως ηχώ συνεπλήρωσεν άλλη παιδική φωνή: — Κόκκινα παπούτσια θέλει!

Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. τούτοςτο δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• και πάλ' ήλθε κ' εκάθισετον θρόνον 'που 'χε αφήσει.

Αυτά 'πε• και ώμοσε η γρηά θεών τον μέγαν όρκον, και αφού τον όρκον ώμοσε κ' ετέλειωσεν εκείνη, ευθύς το κρασί του 'βγαλε κ' έβαλετα λαγήνια, τ' αλεύριατα καλόρραφτα δερμάτια• καιτο δώμα 380 εγύρισε ο Τηλέμαχος κ' έσμιξε τους μνηστήραις.

Ραψωδία Κ Σ' την Αιολία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα ο Ιπποτάδης Αίολος, των αθανάτων φίλος• πλωτό νησί, και ασύντριφτον ολόγυρα έχει τείχος χάλκινο, και πατόκορφα γλυστρή πέτρ' αναιβαίνει. και δώδεκ' είχε αυτός παιδιάτο σπίτι γεννημένα, 5 έξι κοράσια, και ανθηρά τ' άλλ' έξι παλληκάρια. εις γάμον αυτός ένωσε τ' αγόρια με ταις κόραις, και απ' τον πατέρ' αχώριστοι και απ' την χρηστήν μητέρα συμποσιάζουν, και φαγιά μύρια ποτέ δεν λείπουν. και κρότους έχουν κ' ευωδιαίς η αυλή και όλο τα δώμα 10 ολήμερα, και ολονυκτής με ταις σεμναίς συμβίαις κοιμούντ' εκείν' εις τάπηταις και εις τορνευμέναις κλίναις.

Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410 θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε• «Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415 τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση θα υπάγουμετα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. τον ξένον ας αφήσουμετο δώμα του Οδυσσέα• 420 ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».