United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα όμως και ώρας ωρισμένας που επήγαινα εις τον βασιλέα καθημέρα, και εκεί συναναστρεφόμουν με τους πρώτους άρχοντας του παλατίου, οι οποίοι έδειχναν μεγάλην αγάπην προς με· και διά την περιέργειαν που είχον συχνάκις με ερωτούσαν διά να τους πληροφωρήσω περί της Βαβυλώνος, διά τά ήθη, διά τους νόμους και, διά τα στρατεύματα και εισοδήματα του βασιλέως της, ομοίως και εγώ είχον τοιαύτην περιέργειαν διά να πληροφορηθώ παρ' αυτών διά όσα αυτοί εζητούσαν παρ' εμού.

Καλά σου το επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και αμέσως τρέχει οπίσω, αρπάζει τον πέλεκύν του και σκοτόνει και τα τέσσαρά του άλογα. Έπειτα τα έγδαρε και υπήγε με τα δέρματά των εις την πόλιν, και εφώναζεν εις τους δρόμους: Δέρματα! δέρματα! ποίος αγοράζει δέρματα! Οι υποδηματοποιοί και οι βυρσοδέψαι έτρεχαν κατόπιν του και ερωτούσαν πόσα θέλει.

Ένα μεγάλο πλοίον, όχι βάρκα, αλλά πλοίον σωστό και στερεό ήτον εμπρός του και δέματα μεγάλα και αμέτρητα από βαμβάκι εγέμιζαν όλον τον δρόμον· και στοίβες από μαλλί ήσαν αραδιασμένες σαν βουνάκια πέρα και πέρα. Η μητέρα από την χαράν της ήρχισε να κλαίη. — Πώς μας τα έφερες όλα αυτά; ερωτούσαν όλοι μαζί την Φωτεινήν. Εκείνη διηγήθη την ιστορίαν της.

Έν κοιλόν χρήματα το καθέν, απεκρίνετο εκείνος. — Τρελός είσαι; του έλεγαν. Μη θαρρείς ότι έχομεν τα χρήματα με το κοιλόν; Αλλ' εκείνος εφώναζε: «Δέρματα! δέρματακαι απεκρίνετο τα ίδια εις όσους τον ερωτούσαν, πόσον τα πωλεί.

Οι γονείς μου δεν τον ήθελαν. Ήτον πτωχός. Αν μ' ερωτούσαν κ' εμένα τότε, θα τον επροτιμούσα αυτόν που βλέπεις. Ήτον ωραίος νέος και καλός άνθρωπος και πιστός. Πιστός, μου το απέδειξεν. Έμεινεν ελεύθερος. Έφυγε νέος και εγύρισε γέρος και τυφλός. Κ' ενώ έλειπεν, εγώ έθαψα και τον άνδρα μου και όλα μου τα παιδιά. Κ' ευρεθήκαμεν πάλιν, κ' οι δύο δυστυχισμένοι, κοντά ο έναςτον άλλον.

Βγήκαμε τότε και νερόν επήραμε από βρύσι, και οι σύντροφοι εγευμάτισαν προς τα γοργά καράβια. και το φαγί και το πιοτόν άμ' ευφρανθήκαμ' όλοι, κίνησα με τον κήρυκα και μ' έναν των συντρόφων προς τα εύμορφα τα δώματα του Αιόλου, και τον ηύρα 60 'πώτρωγε με την σύντροφο και μ' όλα τα παιδιά του. και άμα εις το δώμα εφθάσαμε, 'ς της θύρας το κατώφλι καθίζαμεν εθαύμαζαν εκείνοι κ' ερωτούσαν «πώς ήλθες; ποια μοίρα κακή σ' ευρήκεν, Οδυσσέα; πρόθυμα εμείς σ' εστείλαμετην ποθητήν πατρίδα 65 να φθάσης, εις το δώμα σου, και όπου η ψυχή σου θέλει».

Δεν ερωτούσαν και την αδελφή του, που εκάτεχε καλλίτερα; Αυτός την στιγμήν εκείνην είχεν άλλην σοβαρωτέραν ασχολίαν· παρετήρει αγνώστους ανατομικάς λεπτομερείας επί του νηπίου, το οποίον εσφάδαζεν εις τας χείρας του ιερέως. Ο δε Μουστοβασίλης, εξοργισθείς επί τέλους, εφώναξε να τονομάσουν όπως θέλουν, αλλά να μη το σκάσουν το παιδί του.