United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μην πάτε μακρυά· εφώναξεν αίφνης αυστηρώς από της θέσεώς της η Κυρά Ρήνη. Τα παιδία έμειναν εις την θέσιν των, όπου ευρέθησαν έκαστον, φρικιώντα από κεφαλής μέχρι ποδών Αλλά μετά μικρόν συνελθόντα εξηκολούθησαν τα παιγνίδιά των εντός του κήπου ήδη. — Δόσε μου τα χτένια μουδος μου τα μπερτσέμνια μου! εφώναζεν η Μάρω. — Έλα, πιάσε με· επανέλεγεν ο Γιάννος.

Αλλ' ούτος άκαμπτος ως όλοι οι τοκογλύφοι, οι οποίοι νομίζει τις ότι επλάσθησαν επίτηδες δι' αυτό το επάγγελμα, ως οι σκώληκες διά τον βόρβορον, εκίνει αρνητικώς την κεφαλήν, έστρεφεν εδώ κ' εκεί και μόλις έβλεπε πράγμα τι εφώναζεν εις τον κλητήρα με την τραχείαν φωνήν του, ομοίαν προς κρωγμόν αρπακτικού ορνέου: — Βάλε και τη σούβλα· μα πρόσεχε, μπάρμπα-Σπύρο· να, δεν είδες το κουδούνι!. . .

Τότε ο Μανώλης εστράφη και είδε κάτι τι, το οποίον διά μιας εψύχρανε το πολεμικόν του μένος. Από μικρόν παράθυρον είχε προβάλη η κάννη καριοφιλιού διευθυνομένη κατ' επάνω του. Και ηναγκάσθη να υποχωρήση, ενώ ο Τερερές του εφώναζεν από το παράθυρον: — Πού πας, μωρέ; Δε θα τη σπάσης την πόρτα; Φχιου, Πατούχα, φχιου!

Ελάτε κοντά μου, εφώναζεν, ελάτε γρήγορα να κρυβήτε σ' αυτήν την λόχμη. Μη φοβάσθε, θα σας γλυτώσω, αν δεν με σκοτώση κ' εμένα ο κυνηγός, αν δεν με φάγη ο σκύλος.

Το ανάστημά μου θα διεγράφετο διά μίαν στιγμήν υψηλόν και δεχόμενον δαψιλώς το φως της σελήνης, επάνω του βράχου. Εκεί η κόρη θα με έβλεπε, καθώς ήτον εστραμμένη προς τα εδώ. Ω! πώς θα εξαφνίζετο, θα ετρόμαζεν ευλόγως, θα εφώναζεν, είτα θα με κατηγόρει διά σκοπούς αθεμίτους, και τότε αλλοίμονον εις τον μικρόν βοσκόν!

Πέραν, επί του μικρού οροπεδίου, προ της οικίας, η πενθερά του εφώναζεν ακόμη βραχνάς κραυγάς, τας οποίας έπαιρνε μακράν ο άνεμος, χωρίς ο Γιάννης ν' ακούη τι έλεγεν εκείνη. Η Φραγκογιαννού ωμίλει με θάρρος, κ' εφαίνετο ότι ήξευρε τι έλεγε. — Πώς γίνεται αυτό, ποτέ, ανέκραξεν ο Γιάννης. Είσαι καλά, χριστιανή μου; — Αυτό γίνεται, επέμενεν η Φραγκογιαννού.

Αγανακτών πολλάκις διότι δεν ετουφέκιζον ουδέ καν φεύγοντες, εφώναζεν, επαρακινούσεν, ύβριζεν και τελευταίον αρπάζων τα τουφέκια των πλησιεστέρων επυροβόλει κατά των εχθρών· είχον ήδη εξέλθει τινές και από το Δίστομον εις βοήθειαν των φευγόντων, ώστε οι εχθροί, μη δυνάμενοι πλέον να εξακολουθήσωσι την δίωξιν επί λόφου πετρώδους, όπου το ιππικόν των δεν ήτον πλέον χρήσιμον, ωπισθοδρόμησαν.

Σημαίαι τινές βρεγμέναι αερίζοντο βαρείαι εδώ κ' εκεί· και ένας λοταρτζής εφώναζεν ακόμη κατάμονος εις μίαν γωνίαν: πέντε δίνετε, πέντε παίρνετε, δέκα δίνετε, δέκα παίρνετε. Ενώ το αληθές είνε ότι οι άνθρωποι έδιδον και ο λοταρτζής έπαιρνε.

Καλά σου το επλήρωσαν, είπεν ο μεγάλος Κλώσος, και αμέσως τρέχει οπίσω, αρπάζει τον πέλεκύν του και σκοτόνει και τα τέσσαρά του άλογα. Έπειτα τα έγδαρε και υπήγε με τα δέρματά των εις την πόλιν, και εφώναζεν εις τους δρόμους: Δέρματα! δέρματα! ποίος αγοράζει δέρματα! Οι υποδηματοποιοί και οι βυρσοδέψαι έτρεχαν κατόπιν του και ερωτούσαν πόσα θέλει.

Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις ΝικόλαςΚαι ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν: — Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος! Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.