United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΡΕΟΥΣΑ Παιδί μου, εις το σπίτι μας ας πάμε. ΑΘΗΝΑ Ναι, να πάτε, κ' εγώ θα σας ακολουθώ. ΙΩΝ Άξια οδηγός να γίνης. ΚΡΕΟΥΣΑ Και ν' αγαπάς την πόλι μας. ΑΘΗΝΑ Στους παλαιούς τους θρόνους κάθησε τώρα. ΙΩΝ Άξιο το κτήμα που θα πάρω. ΧΟΡΟΣ Χαίρε, Απόλλων του Διός και της Λητούς!

Είπα, κ' εκείν' υπάκουσαντους λόγους μου, αλλά μόνος ο Ευρύλοχος μου αντίσκοφτε την γνώμη των συντρόφων, κ' εκείνους επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 430 «άθλιοι, πού πάτε; τρέχετε με πόθοτην φθορά σας, της Κίρκης εις το μέγαρο; κ' εκείνηεμάς όλους χοίρων θα δώση ευθύς μορφήν ή λύκων ή λεόντων, να της φυλάμε στανικώς το υπέρλαμπρο παλάτι, ως έπραξεν ο Κύκλωπας, 'ς την μάνδρα τον ότ' εμπήκαν 435 οι σύντροφοί μας και μ' αυτούς ο αυθάδης Οδυσσέας• ότι από την μωρία του κ' εκείνοι αφανισθήκαν».

Νύχτα σελλώνουν τάλογα, νύχτα τα καλλιγώνουν, Και αυτή του Θύμιου η αδερφή λύχνον κρατάει και φέγγει, Τον λύχνοτόνα χέρι της καιάλλο το ποτήρι, Ποτήρι και καυκόπουλο που τους κερνάει και πίνουν, Όσα ποτήρια τους κερνάει τους λέγει και τέτοια λόγια: —Αυτού που πάτε, μπράτιμοι, αυτού που πάτε, αητοί μου, Την κόρη που θ' αρπάξητε την ώρηα περδικούλα, Μη μου την βαλτώσετε, φτερό να μην της πέση, Σαν νύφη να την φέρετε και σαν μεγάλη αφέντρα.

Πάρε κι από του Μιχάλη κανέναν, κι ανεβάστε το λείψανο στου αδερφού του. Έπειτα πιο τρανόφωνα και με στοχαζούμενο ήθος. — Και, παιδιά, μη πολύ σούσουρο, γιατί πόλεμος στ' ανοιχτά δε συφέρνει τώρα. Έτσι μας μηνούν κι από τα Σφακιά κι από τους Λάκκους. Παρά να πάτε και να συμμαζέψτε τα γυναικόπαιδα, κ' ύστερα συλλογιούμαστε. Τον άκουσαν κ' έτρεξαν καμπόσοι να κοιτάξουν τα σπιτικά τους.

Ο γέρων βοσκός τας εχαιρέτισε, και ακούσας από μακράν τας ομιλίας των περί Κουκκίτσας, νεκρών και βρυκολάκων, εσταμάτησε γαλήνιος και ατάραχος. — Τι κάθεσθε και λέτε, χριστιαναίς μου! Νά, δεν πάτε εις τον Άγι- Αντώνη να την ιδήτε που ανάπτει τα κανδήλια!..... — Η Κουκκίτσα; εκραύγασαν αι γυναίκες έντρομοι. — Ανάπτει τα καντήλια τακτικά.

Θα την πάτε στο δάσος, μακρυά ή κοντά, αλλά σε τέτοιο μέρος που ποτέ κανείς να μην ανακαλύψη τίποτε. Εκεί θα την σκοτώσετε και θα μου φέρετε τη γλώσσα της. Θυμηθήτε, για να μου τα επαναλάβετε, τα λόγια που θα πη. Πηγαίνετε. Στο γυρισμό θάσαστε ελεύθεροι και πλούσιοι». Έπειτα εκάλεσε τη Βραγγίνα. «Φίλη, βλέπεις πώς υποφέρει το σώμα μου, και πώς λυώνει.

Έτσι του ερχόντανε να γκρεμηστή από τα σιδερένια τα κάγκελα. Ζυγώνει ο γέρος ο Μαυρουδής και τον παίρνει από το χέρι. — Να πάρης τώρα την μικρή μαζί σου και να πάτε σπίτι εσείς, του λέει. Εμείς οι μεγάλοι θα πάμε στο Κοιμητήριο. Πήρε ο Παυλής τη Σμαράγδα και κατέβηκαν. Πήγανε σπίτι, καθίσανε στο πεζούλι, και πρόσμεναν το χαροκαμένο το γέρο. Έκλαιγε η μικρή, και την παρηγορούσε ο Παυλής.

Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμετη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!

Αρματωσά χρυσή ήρθε αρματωμένος, θεόρατη αριστούργημα· τέτια άρματα δεν πρέπει 440 άντρες ναν τα φορούν θνητοί, μόνε οι θεοί οι αιώνιοι. Μα τώρα εμένα σύρτε με στα γοργοδρόμα πλοία, ή με τριχιά εδώ δέστε με κι' αφίστε με δεμένο, ως που να πάτε ως στο στρατό και να με δοκιμάστε, :σας τάπα εγώ απαράλλαχτα τα πάντα ή δε σας τάπα445

Πόσα θέλετε, τόνε ρώτησε ο Αγαθούλης, για να με πάτε κατ' ευθείαν στη Βενετία, εμένα, τους ανθρώπους μου, τις αποσκευές μου κι' αυτά τα δυο πρόβατα; Ο πλοίαρχος ζήτησε δέκα χιλιάδες πιάστρα· ο Αγαθούλης δεν αντέτεινε. — Ω! ω! είπε μέσα του ο πονηρός Βάντερντέντουρ, αυτός ο ξένος δίνει μονομιάς δέκα χιλιάδες πιάστρα! Πρέπει νάναι πολύ πλούσιος.