United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας υπερμεγέθης, ως γαλή, ποντικός, μία παμπόνηρος νυφίτσα έφευγε προς την φωλεάν σύρουσα μεθ' εαυτής και ένα φανόν από τα κανδήλια, τα οποία ήσαν εσβεσμένα· και μία κέραμος με σβυστούς άνθρακας εχρησίμευεν ως θυμιατήριον.

Τα κανδήλια ήσαν αναμμένα έμπροσθεν των εικόνων του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και όχι ως πυροφάνεια. Αλλ' υπήρχον και δύο μεγάλαι λαμπάδες καίουσαι εις τα μανουάλια, και πέντε ή έξ κηρία. Εντεύθεν το πολύ φως.

Να πάω εγώ μοναχή μου, να ιδώ, μην έπεσε πουθενά. ..... Μπορεί να μπήκε μες την Παναγιά να κάμη το σταυρό του. — Πώς να πας μοναχή σου, πάλι; — Θα πάρω και το λαδικό ν' ανάψω τα κανδήλια της Παναγίας . . . Κεράκια έφερα απ' το χωριό . . . Μη φοβάσαι!

Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες.

Κάποια ευσεβής γυνή θα ενθυμήθη ίσως ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας, επί τη παραμονή του Αχράντου Τοκετού της, και θα το είχε παρακάμει εις το λάδι και τα φιτύλια, ώστε να μεταβάλλη τας κανδήλας εις πυροφάνεια. Αλλά συγχρόνως ακούει φωνήν και ψίθυρον έσωθεν του ναού, ως αναγνώσεις ή σιγανάς ψαλμωδίας μοναχών προσευχομένων.

Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη.

Ο ελαιών ήτο πολύ πλησίον εις το παλαιόν χωρίον, απείχε δε πολύ από την σημερινήν πολίχνην. Επειδή έμελλε και την επιούσαν να εξακολουθήση την αυτήν εργασίαν εις τον ελαιώνα, ήλθεν εις το παλαιόν έρημον χωρίον, διά ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Μεγαλομμάτας και διανυκτερεύση, όπως ενίοτε συνείθιζεν, εις ερημικόν οικίσκον της, διά να επιστρέψη πάλιν το πρωί εις τον ελαιώνα.

Διερχόμενος δε προ των δύο προσκυνητών, έρριψεν άφροντι βλέμμα προς αυτούς και συμμαζεύων περί τον τράχηλόν του τα ράκη του, επροχώρησε να εξέλθη ψιθυρίζων ως εν εαυτώ: — Θα λειτουργήσης αύριο, παπά-Κονόμε; Οι δύο προσκυνηταί εκυττάχθησαν αμοιβαίως εν απορία. — Βλέπεις πως είσαι ελαφροΐσκιωτος; Είπεν ο παπά-Κονόμος· και με πένθιμον ύφος προσέθηκε: — Νά ποιος ανάπτει τα κανδήλια!

Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι. — Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν. — Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν. — Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί! — Τι εμείς; Νά, τα ποντίκια!

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.